-
1 βλέμμα
-
2 βλεμμα
-
3 βλέμμα
βλέμμαlook: neut nom /voc /acc sg -
4 βλέμμα
A look, glance, E.HF 306, Ar.Pl. 1022, D.21.72, Antiph.235, 2 Ep.Pet.2.8, POxy.471.60 (ii A. D.); eyesight, AP9.159;βλεμμάτων βολή A.Fr. 242
. -
5 βλέμμα
-
6 βλέμμα
βλέμμα, ατος, τό① the aspect one projects through facial gesture, look, mien, expression of countenance (s. βλέπω; Eur. et al.; Demosth.; Epict. 4, 1, 145; 4, 8, 17; Lucian, Dial. Mar. 15:2; POxy 471, 60; Philo, Conf. Lingu. 11; Jos. Ant. 16, 223; 19, 39; TestReub 5:3; TestSol 5:2, 3; TestAbr A; 4 Esdr 8:23 Fgm. c) περίπικρον β. a very bitter look Hs 6, 2, 5 (Maximus Tyr. 14, 1c β. ἰταμόν).② the act of seeing, seeing (Lot was profoundly disturbed) by what he saw w. ἀκοή 2 Pt 2:8.—DELG s.v. βλέπω. M-M. -
7 βλέμμα
το взгляд, взор;άγριο (γλυκύ) βλέμμα — суровый (ласковый) взгляд;
οξύ βλέμμα — острый взгляд;
επίμονο ( — или σταθερό, προσηλωμένο) βλέμμα — пристальный взгляд;
πλάγιο βλέμμα — косой взгляд;
ρίχνω ενα βλέμμα — бросить взгляд, взглянуть;
προσηλώνω το βλέμμα μου — вперить взор, пристально посмотреть;
ατενίζω ( — или καρφώνω) το βλέμμα — устремить взгляд;
αγκαλιάζω με το βλέμμα — окинуть взором
-
8 βλέμμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βλέμμα
-
9 βλέμμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βλέμμα
-
10 βλέμμα
взгляд, взор.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βλέμμα
-
11 βλέμμα
[влэмма] ουσ. о. взгляд, взор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βλέμμα
-
12 βλέμμα
[влэмма] ουσ ο взгляд, взор. -
13 βλέμμα
regard -
14 βλέμμα
1) spojrzenie (n) rzecz.2) wzrok (m) rzecz. -
15 βλέμμα
pohled -
16 βλέμμα
1) gaze2) lookΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βλέμμα
-
17 παρά-βλεμμα
παρά-βλεμμα, τό, Neben-, Seitenblick, Poll. 2, 56.
-
18 ἀπό-βλεμμα
ἀπό-βλεμμα, τό, Hinblick, Rückblick, Phrynich. com. bei Poll. 2, 56.
-
19 ἀνά-βλεμμα
ἀνά-βλεμμα, τό, das Aufblicken, Xen. Cyn. 4, 4, das Zurückblicken der Hunde auf ihre Herren.
-
20 ὑπό-βλεμμα
ὑπό-βλεμμα, τό, der heimliche, verstohlene Blick des Verliebten, wie der scheele Seitenblick des Zornigen od. Neidischen (?).
См. также в других словарях:
βλέμμα — look neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμμα — το (AM βλέμμα) [βλέπω] ματιά, κοίταγμα νεοελλ. η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα») αρχ. το μάτι … Dictionary of Greek
βλέμμα — το 1. η στροφή των ματιών σε κάποιο αντικείμενο, η ματιά, το κοίταγμα: Κάρφωσε το βλέμμα του στην απέναντι πόρτα. 2. η έκφραση των ματιών: Έριξε στο συνομιλητή του ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Το βλέμμα του Οδυσσέα — Filmdaten Deutscher Titel: Der Blick des Odysseus Originaltitel: To Vlemma tou Odyssea Το βλέμμα του Οδυσσέα Produktionsland: Deutschland, Großbritannien, Griechenland, Frankreich, Italien Erscheinungsjahr: 1995 … Deutsch Wikipedia
βλέμμ' — βλέμμα , βλέμμα look neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεμμάτων — βλέμμα look neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμμασι — βλέμμα look neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμμασιν — βλέμμα look neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμματα — βλέμμα look neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμματι — βλέμμα look neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμματος — βλέμμα look neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)