Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βλάπτεσϑαι

См. также в других словарях:

  • βλάπτεσθαι — βλάπτω disable pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • врежатисѧ — ВРЕЖА|ТИСѦ (11), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к врежати в 1 знач.: ѡ(т)гнавъ множьство змии искорени ˫а из градъ, ˫ако не врежатисѩ чл҃вкмъ ѡ(т) нихъ (μὴ ἀδικεῖσϑαι) ГА XIII XIV, 185б; то же ЛИ ок. 1425, 15 об. (912); ибо ѡбразъ тако оугажають. другии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вреждениѥ — ВРЕЖДЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Повреждение: братии или с҃номъ подасть власть на врѣждениѥ таковыихъ ради забывъшю словесъ цр҃квьныихъ. (εἰς τὸ... βλάπτεσϑαι) КЕ XII, 95б. Ср. врежениѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • ομματείς — ὀμματεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πηρούς, ἤ βλάπτεσθαι» …   Dictionary of Greek

  • πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • βλάπτεσθ' — βλάπτεσθε , βλάπτω disable pres imperat mp 2nd pl βλάπτεσθε , βλάπτω disable pres ind mp 2nd pl βλάπτεσθαι , βλάπτω disable pres inf mp βλάπτεσθε , βλάπτω disable imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»