Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βιρτουόζος

См. также в других словарях:

  • βιρτουόζος — ο (λ. ιταλ.), ο δεξιοτέχνης σε μουσικό όργανο: Είναι πραγματικά βιρτουόζος του πιάνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιρτουόζος — ο (θηλ. βιρτουόζα, η) 1. ο αριστοτέχνης, αυτός που κατέχει άριστα την τέχνη κάποιου μουσικού οργάνου 2. ο δεξιοτέχνης σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. virtuoso «δεξιοτέχνης»] …   Dictionary of Greek

  • δεξιοτέχνης — ο 1. όποιος ασκεί την τέχνη του με επιδεξιότητα 2. μουσ. όποιος παίζει μουσικό όργανο ή τραγουδάει με εξαιρετική τεχνική δύναμη και έκφραση, βιρτουόζος …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • Βερατσίνι, Φραντσέσκο Μαρία — (Francesco Maria Veracini, Φλωρεντία 1690 – Πίζα 1768). Ιταλός συνθέτης και βιολιστής. Αφού συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές, άρχισε με εξαιρετική επιτυχία τη σταδιοδρομία του ως βιρτουόζος του βιολιού. Πήγε στο Λονδίνο, όπου έγινε δεκτός με… …   Dictionary of Greek

  • Όφενμπαχ, Ζακ Γιάκομπ — (Jacques Offenbach, Κολονία 1819 ή 1821 – Παρίσι 1880). Γερμανός συνθέτης και βιολοντσελλίστας γαλλικής ιθαγένειας. Όταν ήταν ακόμα παιδί πήγε στο Παρίσι μαζί με τον αδελφό του για να τελειοποιηθεί στη σπουδή του βιολοντσέλου. Αφού έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Πασκουίνι, Μπερνάρντο — (Pasquini, Μάσα Βαλντινιέβολε, σημερινό Μάσα και Κοτζίλε, Πιστόια 1637 – Ρώμη 1710). Ιταλός οργανίστας, κλαβιτσεμπαλίστας και συνθέτης. Η μουσική του κατάρτιση τελειοποιήθηκε στη Ρώμη, όπου κέρδισε πλατιά φήμη ως οργανίστας και κλαβιτσεμπαλίστας …   Dictionary of Greek

  • Ραμό, Ζαν - Φιλίπ — (Rameau, Ντιζόν 1683 – Παρίσι 1764). Γάλλος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Περίφημος ήδη από τα εφτά του χρόνια ως βιρτουόζος του κλαβεσέν, κράτησε με αίγλη –ύστερα από ένα ταξίδι στην Ιταλία το 1701– τη θέση του οργανίστα σε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Ραχμάνινοφ, Σεργκέι Βασίλιεβιτς — (Όνιεγκ, Νόβγκοροντ 1873 – Μπέβερλυ Χιλς, Καλιφόρνια 1943). Ρώσος πιανίστας και συνθέτης. Σπούδασε στα μεγαλύτερα μουσικά ιδρύματα της Πετρούπολης και της Μόσχας, έχοντας ως δασκάλους (και έπειτα ως φίλους) τους πρωταγωνιστές του ρωσικού μουσικού …   Dictionary of Greek

  • δεξιοτέχνης — ο 1. αυτός που κατέχει άριστα την τέχνη του: Είναι δεξιοτέχνης μαραγκός. 2. (μουσ.), ο μουσικός που επιδεικνύει εξαιρετική δεξιότητα στην τεχνική του παιξίματος μουσικού οργάνου, ο βιρτουόζος: Είναι δεξιοτέχνης πιανίστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»