Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βιομηχανικός

См. также в других словарях:

  • βιομηχανικός — ή, ό 1. σχετικός με τη βιομηχανία 2. αυτός που παράγεται από τη βιομηχανία 3. το θηλ. ως ουσ. η βιομηχανική η βιολογική μηχανική. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κων. Λεβίδη] …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανικός — ή, ό επίρρ. βιομηχανικά αυτός που αναφέρεται στη βιομηχανία ή παράγεται απ αυτήν: Η μόλυνση του περιβάλλοντος οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη βιομηχανική δραστηριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Τουβά — Αυτόνομη Δημοκρατία της Ρωσίας (έκταση 170.000 τ. χλμ., 309.000 κάτ.). Βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της Σιβηρίας και συνορεύει με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας. Οι περισσότεροι κάτοικοί της είναι Τουβίνοι. Ιδρύθηκε στις 14 Αυγούστου 1921, ως …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • μελανισμός — ο βιολ. η δημιουργία και συγκέντρωση μελανίνης σε ορισμένα σημεία τού σώματος ή και σε ολόκληρη την επιδερμίδα (α. «φυσιολογικός μελανισμός» η συγκέντρωση μελανίνης στην επιδερμίδα κατά την έκθεση τού ανθρώπου στο ηλιακό φως, με αποτέλεσμα το… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκατασκευή — η (βιομ.) βιομηχανικός κλάδος κατασκευής αγαθών μηχανικού εξοπλισμού, τών οποίων η αρχή λειτουργίας είναι, κατά κύριο λόγο, μηχανολογική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»