-
1 βιομηχανικός
[виомиханикос]εκ. промышленный, индустриальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιομηχανικός
-
2 индустриальный
βιομηχανικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индустриальный
-
3 промышленный
βιομηχανικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленный
-
4 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
5 промышленный
промышленный βιομηχανικός· \промышленный центр το βιομηχανικό κέντρο* * *промы́шленный центр — το βιομηχανικό κέντρο
-
6 вагоностроение
ο (βιομηχανικός) κλάδος κατασκευής βαγονιώνη κατασκευή βαγονιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вагоностроение
-
7 колонна
1. (высокий столб) о στύλος, η κολόνα, η κολώνα- βάσης2. арх. о κίων, ο κίονας 3. тех. о (βιομηχανικός) πύργος 4. (грузовая) мор. η στήλη του φορτίου/της μπίγας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колонна
-
8 котёл
тех. о λέβητ/ας, ο λέβης, разг. το καζάνιогнетрубный - см. жаротрубный -паровой - ατμού, ο ατμολέβηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котёл
-
9 нефтепромышленность
η πετρελαιο-βιομηχανίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтепромышленность
-
10 опасность
ο κίνδυνος, η επικινδυνότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опасность
-
11 станкостроение
η κατασκευή εργαλειο-μηχανών (βιομηχανικός κλάδος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станкостроение
-
12 агропромышленный
агропромышленный αγρό βιομηχανικός \агропромышленный комплекс το αγροβιομηχανικό συγκρό τημα* * *агропромы́шленный ко́мплекс — το αγροβιομηχανικό συγκρότημα
-
13 индустриальный
-
14 индустриальный
индустриальныйприл βιομηχανικός. -
15 оборудование
оборудованиес в разн. знач. ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἐγκατάσταση [-ις]:промышленное \оборудование ὁ βιομηχανικός ἐξοπλισμός· машинное \оборудование ὁ£ μηχανές ἐργοστασίου· новое \оборудование οἱ νέες ἐγκαταστάσεις. -
16 производственный
производственн||ыйприл в разн. знач. παραγωγικός, βιομηχανικός:\производственныйый план τό παραγωγικό σχέδιο· \производственныйый стаж ἡ προυπηρεσία, τά χρόνια ὑπηρεσίας· \производственныйая практика ἡ πρακτική ἐξάσκηση· \производственныйая мощи́ость ἡ παραγωγική ἰσχύς· \производственныйое совещание ἡ σύσκεψη γιά ζητήματα τής παραγωγής· \производственныйые отношения эк. οἱ παραγωγικές σχέσεις. -
17 промышленный
промышленныйприл βιομηχανικός:\промышленныйое предприятие ἡ βιομηχανική ἐπιχείρηση. -
18 фабричный
фабри́чн||ый1. прил τής φάμπρικας, ἐργοστασιακός, τοῦ ἐργοστασίου:\фабричныйая марка ἡ ἐργοστασιακή μάρκα, τό σήμα τοῦ ἐργοστασίου· \фабричный гудок ἡ σειρήνα (или σφυρίχτρα) ἐργοστασίου·2. прил (промышленный) βιομηχανικός:\фабричный город ἡ βιομηχανική πόλις· \фабричныйое производство ἡ βιομηχανική παραγωγή· \фабричныйым способом βιομηχανικά [-ῶς]·3. м уст. ὁ ἐργάτης τής φάμπρικας. -
19 производственный
[πραιζβόστβιννυϊ] εκ. παραγωγικός βιομηχανικός -
20 промышленный
[πραμύσλιννυΐ] επ. βιομηχανικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βιομηχανικός — ή, ό 1. σχετικός με τη βιομηχανία 2. αυτός που παράγεται από τη βιομηχανία 3. το θηλ. ως ουσ. η βιομηχανική η βιολογική μηχανική. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κων. Λεβίδη] … Dictionary of Greek
βιομηχανικός — ή, ό επίρρ. βιομηχανικά αυτός που αναφέρεται στη βιομηχανία ή παράγεται απ αυτήν: Η μόλυνση του περιβάλλοντος οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη βιομηχανική δραστηριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Τουβά — Αυτόνομη Δημοκρατία της Ρωσίας (έκταση 170.000 τ. χλμ., 309.000 κάτ.). Βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της Σιβηρίας και συνορεύει με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας. Οι περισσότεροι κάτοικοί της είναι Τουβίνοι. Ιδρύθηκε στις 14 Αυγούστου 1921, ως … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
μελανισμός — ο βιολ. η δημιουργία και συγκέντρωση μελανίνης σε ορισμένα σημεία τού σώματος ή και σε ολόκληρη την επιδερμίδα (α. «φυσιολογικός μελανισμός» η συγκέντρωση μελανίνης στην επιδερμίδα κατά την έκθεση τού ανθρώπου στο ηλιακό φως, με αποτέλεσμα το… … Dictionary of Greek
μηχανοκατασκευή — η (βιομ.) βιομηχανικός κλάδος κατασκευής αγαθών μηχανικού εξοπλισμού, τών οποίων η αρχή λειτουργίας είναι, κατά κύριο λόγο, μηχανολογική … Dictionary of Greek