-
1 βιβλ-
-
2 βιβλαρίδιον
A small roll, Apoc.10.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλαρίδιον
-
3 βιβλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλάριον
-
4 βύβλινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βύβλινος
-
5 βυβλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυβλάριον
-
6 βυβλιοθήκη
A v. βιβλ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυβλιοθήκη
-
7 βύβλος
A the Egyptian papyrus, Cyperus Papyrus, Hdt.2.92, A.Supp. 761, Str.17.1.15: in pl., stalks of papyrus, PTeb.308.7 (ii A. D.).2 rind enclosing the pith of this plant, Thphr.HP4.8.4, etc.: generally, bark,φελλῶν καὶ βύβλων Pl.Plt. 288e
, cf. Hdt.2.96, Plot.2.7.2.b in pl., slices of the pith used as writing-material, Hdt.5.58, Hermipp.63.13: sg., strip ofβ., βύβλον εὐρύναντες ἀντὶ διαδήματος Ph.2.522
.3 roll of papyrus, book, Hdt.2.100, A.Supp. 947, etc.: heterocl. pl., βύβλα, τά, AP9.98 (Stat. Flacc.); esp. of sacred or magical writings, , cf. D.18.259, Act.Ap.19.19, PPar.19.1 (ii A. D.);ἱεραί β. OGI56.70
(Canopus, iii B. C.);β. ἱερατική PTeb.291.43
(ii A. D.); so of the Scriptures,ἡ β. γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς LXX Ge.2.4
, etc.; ἡ β. the Sacred Writings, Aristeas 316; β. Μωυσέως, ψαλμῶν, προφητῶν, Ev.Marc.12.26, Act.Ap.1.20, 7.42;β. ζωῆς Ep.Phil.4.3
: pl., of magical books, Act.Ap.19.19.II β. στεφανωτρίς flowering head of papyrus, Theopomp. Hist. 22c, Plu.Ages.36. [[pron. full] ῠ, A.Supp. 761.] (βύβλος, βύβλινος, βυβλίον, etc., are the original forms: βιβλ- seems to have arisen in Attic by assimilation in βιβλίον, and is found in earlier Attic Inscrr., cf. IG2.1b, etc., and prevails in Ptolemaic papyri; Inscrr. vary,βυβλία Test.Epict.8.32
(iii/ii B. C.);βιβλία IG5(1).1390.12
(Andania, i B. C.); in Roman times βυβλ- was restored.) -
8 ἀπότομος
ἀπότομ-ος, ον,A cut off,στροφέων ἀ. μῆκος πήχεων πέντε IG11(2).287
A49 (Delos, iii B.C.); esp. sheer, precipitous,ἀ.ἐστι ταύτῃ ἡ ἀκρόπολις Hdt.1.84
, cf. 4.62;ἀ. ἐκ θαλάττης Pl.Criti. 118a
;τὰ ἀ.
precipices,Philostr.
VA3.4; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, S.OT 877 (lyr.). Adv.-μως, ἔχειν Philostr.VA2.5
.2 metaph., severe, relentless, (lyr.); . Adv. - ως ib.5.22, Plb.18.11.2, Plu.Crass.3, etc.; brusquely, prob. l. in Cic.Att.10.11.5.b of persons, severe, Ph.2.268.c of gladiatorial combats, a fight to a finish,ἑνόζυγον ἀπότομον IGRom. 4.1632
; ἀπότομα alone,μουσεῖον καὶ Βιβλ. 1876
/8 No.153;μονομαχιῶν τρεῖς ἡμέρας ἀποτόμους Inscr.Magn. 163.10
, cf. IGRom.3.360.9 ([place name] Sagalassus), CIG 2880 ([place name] Branchidae).4 c. gen., οἱ καθηγητῶν οὕτως ἀπότομοι γενηθέντες offshoots of our founders, Phld.Lib.p.22 O.5 ἀπότομοι· οὐκ ἐνεργοί, Hsch.: ἀπότομον· τὸν μὴ ἄξιον προσίψεως, Id.II absolute: Adv. - μως absolutely,οὐδὲν τῶν τοιούτων ἐστὶν ἀ. οὔτε κακὸν οὔτ' ἀγαθόν Isoc.6.50
, cf. D.61.4;ἀ. ἀληθής Phld.Mus.p.98
K.; precisely, in the strictest sense,τοῖς ὀνόμασι χρῆσθαι Isoc.9.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπότομος
См. также в других словарях:
On Horsemanship — is the English title usually given to Περὶ ἱππικῆς, peri hippikēs, one of the two treatises on horsemanship by the Athenian historian and soldier Xenophon (c. 430 – 354 BC). Other common titles for this work are De equis alendis and The Art of… … Wikipedia
Питтакис, Кирьякос — Кирьякос Питтакис греч. Κυριάκος Πιττάκης Дата рождения … Википедия
Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… … Dictionary of Greek
θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] … Dictionary of Greek
θελημάτιον — θελημάτιον, το (Α) πάπ. (υποκορ. τού θέλημα) μικρή επιθυμία («ἔσχατον θελημάτιον» η τελευταία επιθυμία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
θεμάτιον — θεμάτιον, τό (Α) (υποκορ. τού θέμα*) αστρολογικό μικρό ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + υποκορ. καταλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, κοράσ ιον)] … Dictionary of Greek
θρυαλλίδιον — θρυαλλίδιον, τὸ (Α) φιτιλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρυαλλίς ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν ίον βιβλ ίον)] … Dictionary of Greek
θύριον — θύριον, τὸ (ΑΜ) 1. μικρή θύρα 2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα 3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῡ λόγου θύριον παραβόλοῡ» κλείσε τη θύρα τού λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν… … Dictionary of Greek
ιξίον — ἰξίον, τὸ (ΑΜ) μσν. υποκορ. τού ιξός αρχ. το φύλλο τού φυτού χαμαιλέων ο λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek