-
1 βιαιοθανατούντας
-
2 βιαιοθανατοῦντας
См. также в других словарях:
βιαιοθανατοῦντας — βιαιοθανατέω die a violent death pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βιαιοθανατούντας
2 βιαιοθανατοῦντας
βιαιοθανατοῦντας — βιαιοθανατέω die a violent death pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)