Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βιαιοθάνατος

См. также в других словарях:

  • βιαιοθάνατος — και βιοθάνατος, ον (Α) αυτός που πέθανε με βίαιο θάνατο …   Dictionary of Greek

  • βιαιοθάνατος — dying a violent death masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοθάνατον — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem acc sg βιαιοθάνατος dying a violent death neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοθανάτους — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοθανάτων — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοθάνατοι — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BIOTHANATOS — ex Graeco βία et ςθἀνατος, apud Ael. Lamprid. in Heliogabalo, c. 33. Et praedictum eidem erat a Sacerdotibus Syris, biothanatum se futurum; vox est Magicae vanitatis, ut ostendit Tertullian. de Anima c. 57. vel curiositatis Genethliacorum: Nam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βιαιοθανατώ — βιαιοθανατῶ ( έω) (Α) [βιαιοθάνατος] πεθαίνω με βίαιο θάνατο …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»