Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βεβαιότης

См. также в других словарях:

  • βεβαιότης — steadfastness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότητα — βεβαιότης steadfastness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότητες — βεβαιότης steadfastness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότητι — βεβαιότης steadfastness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότητος — βεβαιότης steadfastness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότητ' — βεβαιότητα , βεβαιότης steadfastness fem acc sg βεβαιότητι , βεβαιότης steadfastness fem dat sg βεβαιότητε , βεβαιότης steadfastness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότητα — η (AM βεβαιότης) [βέβαιος] 1. η ιδιότητα του βέβαιου, σταθερότητα, σιγουριά 2. πεποίθηση, πίστη για κάτι 3. εγγύηση, ασφάλεια …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. στάσιμος, βέβαιος stabilis, constans. (յորմէ Հաստատ. Հաստել. եւ այլն. արմատն է Աստ, աստի, աստին. խիստ. նիստ. ըստ.) Ամրապինդ. ամրակազմ. սերտ. կարծր. կայուն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»