-
1 βεβαιότης
-
2 βεβαιοτης
- ητος ἥ1) устойчивость, прочность, надежность Plat., Plut.2) верность, обеспеченность, безопасность(βεβαιότητος ἕνεκα Thuc.)
3) достоверность, определенность(ἐν τῷ συγγράμματι Plat.)
-
3 βεβαιότης
βεβαιότηςsteadfastness: fem nom sg -
4 βεβαιότης
2 assurance, certainty, Pl.Phdr. 277d; security, safety,βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66
;β. καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεβαιότης
-
5 βεβαιότης
βεβαιότης, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit -
6 ἀ-βεβαιότης
ἀ-βεβαιότης, ητος, ἡ, Unbeständigkeit, Pol. fr. 6.
-
7 βεβαιότητα
βεβαιότηςsteadfastness: fem acc sg -
8 βεβαιότητες
βεβαιότηςsteadfastness: fem nom /voc pl -
9 βεβαιότητι
βεβαιότηςsteadfastness: fem dat sg -
10 βεβαιότητος
βεβαιότηςsteadfastness: fem gen sg -
11 βεβαιότητ'
βεβαιότητα, βεβαιότηςsteadfastness: fem acc sgβεβαιότητι, βεβαιότηςsteadfastness: fem dat sgβεβαιότητε, βεβαιότηςsteadfastness: fem nom /voc /acc dual -
12 certitas
-
13 σαφήνεια
σαφήνεια, ἡ, Deutlichkeit, Klarheit; σαφηνείᾳ λόγου εἰδὼς τὰ τῶν ϑ ύραϑεν, Aesch. Spt. 67; σαφήνειαν πυϑέσϑαι, Antiph. 1, 13; Plat. Polit. 246 c Phil. 57 c; καὶ βεβαιότης, Phaedr. 277 d, u. öfter, u. Folgde, wie Pol. 3, 36, 2; σχημάτων,
-
14 διαμονη
ἥ устойчивость, постоянство, продолжительность(τοῦ ἐμφύτου πνεύματος Arst.; βεβαιότης καὴ δ. Plut.)
δ. αἰώνιος Diod. — вечность -
15 certitas
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > certitas
-
16 ἀβεβαιότης
-
17 βέβαιος
Grammatical information: adj. OKMeaning: `firm, steady' (Ion.-Att.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Generally connected with βῆναι, though the formation is unclear; hardly with Wackernagel Unt. 113 A. 1 from *βεβα-υσ-ιος (cf. *Ϝιδ-υσ-ιος \> ἰδυιος).Page in Frisk: 1,230Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βέβαιος
-
18 Assurance
subs.Certainty: P. βεβαιότης, ἡ, P. and V. ἀσφάλεια, ἡ.Insolence: P. and V. ὕβρις, ἡ.Promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.Perchance to-day will be an assurance of much good fortune: ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν (Soph., El. 918).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assurance
-
19 Certainty
subs.Assurance: P. βεβαιότης, ἡ, ἀσφάλεια, ἡ.Exactness: P. ἀκρίβεια, ἡ.Distinctness: P. and V. σαφήνεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Certainty
-
20 Constancy
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Constancy
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βεβαιότης — steadfastness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητα — βεβαιότης steadfastness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητες — βεβαιότης steadfastness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητι — βεβαιότης steadfastness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητος — βεβαιότης steadfastness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητ' — βεβαιότητα , βεβαιότης steadfastness fem acc sg βεβαιότητι , βεβαιότης steadfastness fem dat sg βεβαιότητε , βεβαιότης steadfastness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητα — η (AM βεβαιότης) [βέβαιος] 1. η ιδιότητα του βέβαιου, σταθερότητα, σιγουριά 2. πεποίθηση, πίστη για κάτι 3. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
ՀԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. στάσιμος, βέβαιος stabilis, constans. (յորմէ Հաստատ. Հաստել. եւ այլն. արմատն է Աստ, աստի, աստին. խիստ. նիստ. ըստ.) Ամրապինդ. ամրակազմ. սերտ. կարծր. կայուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)