-
1 βασικός
η, ό[ν]1) главный, основной;βασικό γνώρισμα — или βασική ένδειξη — основной признак;
βασικός μισθός — основной оклад;
βασικοί κλάδοι της βιομηχανίας — ведущие отрасли промышленности;
βασικά μέσα — основные средства;
βασικά χρώματα физ. — основные цвета;
2) хим. основной;βασικά άλατα — основное соли
-
2 βασικός
[васикос] ас. основной,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βασικός
-
3 βασικός
[васикос] ас. основной. -
4 βασικός
оcновенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βασικός
-
5 βασικός
1) basique2) fondamental -
6 βασικός
podstawowy przym. -
7 βασικός
hlavní -
8 βασικός
stapleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βασικός
-
9 βασικός όρος
оcновниот уcловГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βασικός όρος
-
10 basique
βασικός -
11 fondamental
βασικός -
12 podstawowy
βασικός -
13 asal
βασικός, κύριος -
14 asli
βασικός, κύριος -
15 главный
главный κύριος, βασικός γενικός (общий) \главныйгород (столица) η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα \главный врач о αρχίατρος \главный почтамт το κεντρικό ταχυδρομείο \главныйое управление η γενική διεύθυνση ◇ \главныйым образом κυρίως* * *κύριος, βασικός; γενικός ( общий)гла́вный го́род (столица) — η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα
гла́вный врач — ο αρχίατρος
гла́вный почта́мт — το κεντρικό ταχυδρομείο
гла́вное управле́ние — η γενική διεύθυνση
••гла́вным о́бразом — κυρίως
-
16 капитальный
капитальный κεφαλαίος, κύριος, βασικός \капитальныйое строительство η βασική οικοδόμη ση \капитальный ремонт η γενική επισκευή* * *κεφαλαίος, κύριος, βασικόςкапита́льное строи́тельство — η βασικήοίκοδόμηση
капита́льный ремо́нт — η γενική επισκευή
-
17 основной
-
18 принципиальный
принципиальный θεμελιακός, βασικός* \принципиальный человек о άνθρωπος με αρχές· \принципиальный вопрос το θεμελιακό ζήτημα* * *θεμελιακός, βασικόςпринципиа́льный челове́к — ο άνθρωπος με αρχές
принципиа́льный вопро́с — το θεμελιακό ζήτημα
-
19 ведущий
1. μτχ. ενστ. του ρ. вести.2. επ. προπορευόμενος, προηγούμενος, ο επικεφαλής.3. μτφ. βασικός, κύριος•-ая отрасль промышленности βασικός τομέας της βιομηχανίας.
4. κινητήριος•-ее колесо ο κινητήριος τροχός.
ουσ. ομιλητής, κονφερασιέρ, παρουσιαστής. -
20 коренной
επ.1. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος•-ое население ο ντόπιος πληθυσμός•
-ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς.
2. ριζικός• βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός•коренной вопрос βασικό ζήτημα•
-ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.
|| ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος•-ая мачта ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος.
3. ουσ. βλ. коренник.εκφρ.- ые зубы – οι τραπεζίτες•- ая лошадь – βλ. коренник•-ое месторождение горной породы; -ая порода – κοίτασμα αυτόχθονο•- ым образом – επίρ. ριζικά, εκ θεμελίων.
См. также в других словарях:
βασικός — ή, ό 1. θεμελιώδης 2. αρχικός 3. σημαντικός, ουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θεόδωρο Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
βασικός — ή, ό 1. αυτός που είναι το θεμέλιο, η αρχή για την εξέλιξη και την ανάπτυξη κάποιου: Η βασική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική. 2. αυτός που αναφέρεται στην ουσία, ο σημαντικός, ο κύριος: Η στέγη και η τροφή είναι βασικά για τη ζωή και στοιχειώδη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… … Dictionary of Greek
μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek