Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βασικός

  • 61 существенный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о.
    1. ουσιώδης, ουσιαστικός, κύριος, βασικός•

    -ые различия ουσιαστικές διαφορές•

    существенный недостаток βασικό μειονέκτημα.

    2. παλ. πραγματ ικός.

    Большой русско-греческий словарь > существенный

  • 62 тональность

    θ.
    1. (μουσ.) τονικότητα. || τόνος φωνής.
    2. ύφος, στυλ.
    3. ° βασικός χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > тональность

  • 63 ударный

    επ.
    1. κρουστός•

    ударный механизм μηχανισμός κρούσης•

    -ые музыкальные инструменты τα κρουστά μουσικά όργανα.

    2. (στρατ.) της κρούσης, του χτυπήματος•

    ударный батальон τάγμα κρούσης•

    -ое направление η κύρια κατεύθυνση του χτυπήματος.

    1. πρωτοποριακός•

    -ая работа η πρωτοποριακή εργασία•

    -ая бригада η πρωτοποριακή μπριγάδα.

    2. βασικός, κύριος, ουσιώδης• πρώτιστος.

    Большой русско-греческий словарь > ударный

  • 64 узловой

    επ.
    1. κεντρικός, που αποτελεί κόμπο (συγκοινωνίας, επικοινωνίας)•

    -ая станция κεντρικός σταθμός•

    узловой пункт κεντρικό σημείο (κέντρο).

    2. κύριος, βασικός, ουσιώδης•

    узловой вопрос κεντρικό ζήτημα.

    3. γαγγλιακός.
    4. τμηματικός•

    -ая сборка приборов η κατά τμήματα συναρμολόγηση συσκευών.

    Большой русско-греческий словарь > узловой

  • 65 фундаментальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. στέρεος, γερός•

    -ая постройка στέρεα οικοδομή.

    || μτφ. θεμελιώδης, ριζικός, βαθύς-фундаментальныйые знания θεμελιώδεις γνώσεις. || μεγάλος, σημαντικός•

    -ая доза μεγάλη δόση•

    фундаментальный ужин μεγάλο δείπνο.

    2. βασικός, κύρ ιος• κεντρ ικός.

    Большой русско-греческий словарь > фундаментальный

  • 66 элементарный

    επ. βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. στοιχειώδης, αρχικός• λίγος-элементарныйое образование στοιχειώδης μόρφωση•

    -ая математика η στοιχειώδης (πρακτική) αριθμητική•

    -ие знания στοιχειώδεις γνώσεις•

    -ая школа το δημοτικό σχολείο.

    2. μτφ. απλός, εύκολος•

    это элементарный -ая вещь αυτό είναι απλό πράγμα.

    3. πρωταρχικός, ουσιώδης, κύριος, βασικός•

    -ое условие πρωταρχικός όρος.

    4. (χημ.) στοιχειώδης, των στοιχείων.
    5. απειροελάχιστος•

    -ые частицы στοιχειώδη μόρια.

    Большой русско-греческий словарь > элементарный

См. также в других словарях:

  • βασικός — ή, ό 1. θεμελιώδης 2. αρχικός 3. σημαντικός, ουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θεόδωρο Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • βασικός — ή, ό 1. αυτός που είναι το θεμέλιο, η αρχή για την εξέλιξη και την ανάπτυξη κάποιου: Η βασική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική. 2. αυτός που αναφέρεται στην ουσία, ο σημαντικός, ο κύριος: Η στέγη και η τροφή είναι βασικά για τη ζωή και στοιχειώδη. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»