Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βασικός

  • 41 капитальный

    επ.
    κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•

    капитальный вопрос κύριο ζήτημα•

    -ая мысль κύρια ιδέα.

    || γενικός•

    капитальный счёт γενικός λογαριασμός.

    || γερός, σταθερός, στέρεος•

    -ое произведение γερό έργο.

    εκφρ.
    - ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•
    капитальный ремонт – γενική επισκευή•
    - ая стена – τοίχος αντιστήριξης•
    - ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων.

    Большой русско-греческий словарь > капитальный

  • 42 кардинальный

    επ.
    κύριος, βασικός, ουσιώδης• ριζικός•

    кардинальный вопрос βασικό ζήτημα•

    -ые нововведения ριζικοί νεωτερισμοί•

    -ые изменения ριζικέις αλλαγές.

    Большой русско-греческий словарь > кардинальный

  • 43 ключевой

    1. επ. του κλειδιού•

    -ое отверстие замка η κλειδαρότρυπα.

    || βασικός, κύριος•

    -ая позиция δεσπόζον (στρατηγικό) σημείο ή κλειδί.

    επ.
    πηγαίος•

    -ая води νερό από τη βρύση.

    Большой русско-греческий словарь > ключевой

  • 44 кровный

    επ.
    1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•

    -ые родственники συγγενείς όμαιμοι•

    брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•

    -ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•

    -ые связи δεσμοί αίματος.

    2. ζωτικός, βασικός•

    кровный интерес ζωτικό συμφέρο.

    3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•

    -ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.

    4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•

    кровный грек γνήσιος Ελληνας.

    5. με μόχθο•

    -ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.

    εκφρ.
    враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•
    - ая вражда – θανάσιμη έχθρα•
    - ая месть – βεντέτα•
    - ая обида – μεγάλη προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > кровный

  • 45 крохобор

    α.
    -ка, -и θ.
    τσιγκούνης, δεκαρολόγος, συλλέκτης οτιδήποτε μικροπραγμάτων. || μτφ. μικρολόγος, ο ασχολούμενος με μικρολεπτομέρειες και παραβλέποντας το βασικός

    Большой русско-греческий словарь > крохобор

  • 46 магистральный

    επ.
    κύριος, βασικός, κύριας σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > магистральный

  • 47 монументальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. μεγαλοπρεπής, -άπρεπος., μεγαλειώδης, επιβλητικός.
    2. (για οικοδομή) μνημιώδης.
    3. μτφ. θεμελιακός, βασικός• βαθύς.

    Большой русско-греческий словарь > монументальный

  • 48 обще...

    πρώτο συνθετικό λέξεων με σημ.
    1. κοινός για όλους• παν...• общенациональный πανεθνικός.
    2. πάγκοινος•

    общеизвестный πασίγνωστος.

    3. γενικός• βασικός• κοινό..., ολικός (όχι μερικός), καθολικός•

    общеобразовательный καθολικής μόρφωσης.

    Большой русско-греческий словарь > обще...

  • 49 общий

    επ., βρ: общ, общи, обще.
    1. γενικός, καθολικός•

    -ее правило γενικός κανόνας•

    -е собриние γενική συνέλευση•

    -ее название γενική ονομασία•

    общий кризис γενική κρίση•

    -ее впечатление γενική εντύπωση•

    -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•

    -ее благо γενικό καλό.

    2. κοινός•

    общий язык κοινή γλώσσα•

    -ее мнение κοινή γνώμη•

    -ее дело κοινή υπόθεση•

    -ими силами με κοινές δυνάμεις•

    -ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•

    -ая черти κοινό χαρακτηριστικό•

    -ими усилиями με κοινές προσπάθειες.

    3. ολικός, συνολικός•

    -ая стоимость ολική αξία ή κόστος•

    -итог ολικό άθροισμα•

    -ая сумма ολικό ποσό.

    4. βασικός• θεμελιώδης•

    -ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.

    εκφρ.
    в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•
    -ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•
    - ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•
    в -ем – εν τέλει, τελικά•
    в -ем и в целом – γενικά•
    в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•
    общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•
    найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•
    в -ем сказать – για να πω γενικά•
    наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•
    - ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > общий

  • 50 основный

    επ. (τεχ.) του στιμονιού•

    -ые нити οι κλωστές του στημονιού.

    επ. (χημ.) βασικός, της βάσης.

    Большой русско-греческий словарь > основный

  • 51 первичный

    επ.
    1. αρχικός, πρώτος, πρωταρχικός•

    -ая обработка металла η αρχική επεξεργασία -του μετάλλου•

    первичный период развития η αρχική περίοδος ανάπτυξης.

    2. βασικός, κύριος.
    3. πρωτοβάθμιος• της βάσης•

    -ая парторганизация η κομματική οργάνωση βάσης.

    εκφρ.
    - ые породы – πρωτογενή εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > первичный

  • 52 первостепенный

    επ.
    πρώτιστος, πρωταρχικός, κύριος, βασικός, υπέρτατος.

    Большой русско-греческий словарь > первостепенный

  • 53 преимущественный

    επ.
    κύριος, επικρατέστερος, υπέρτερος• μεγαλύτερος• σοβαρότερος•

    -ое значение μεγαλύτερη (βαρύτερη) σημασία.

    (νομ.) κύριος, βασικός•

    -ое право προνόμιο, γέρας.

    Большой русско-греческий словарь > преимущественный

  • 54 радикальный

    επ.
    1. ριζικός, βασικός, ουσιώδης•

    -ые изменения ριζικές αλλαγές•

    -ые меры ριζικά μέτρα.

    || δραστικός•

    -ые средства (лекарства) δραστικά φάρμακα.

    2. ριζοσπαστικός•

    -ая партия ριζοσπαστικό κόμμα.

    Большой русско-греческий словарь > радикальный

  • 55 решающий

    επ. από μτχ.
    αποφασιστικός, κύριος, βασικός•

    решающий фактор αποφασιστικός παράγοντας•

    ему пренадлежитъ -ее слово τελικά θα γίνει όπως το θέλει αυτός•

    решающий момент αποφασιστική στιγμή.

    εκφρ.
    с -им голосом – με δικαίωμα ψήφου.

    Большой русско-греческий словарь > решающий

  • 56 роль

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος•

    исполнить роль тайшета παίζω το ρόλο του Αμλέτου•

    главная роль κύριος (βασικός) ρόλος•

    второстепенная роль δευτερεύων ρόλος•

    играть роль παίζω ρόλο•

    трудная.роль δύσκολος ρόλος•

    раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους•

    роль личности в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•

    он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.

    εκφρ.
    в -и – στο ρόλο• σαν, εν είδη•
    играть роль – έχω σημασία•
    войти в роль – αφομοιώνω το ρόλο•
    выйти из -и – εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι•
    это не играет никакой -и – αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο (δεν επιδρά καθόλου).
    θ.
    βλ. рол (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > роль

  • 57 скелетный

    επ.
    1. σκελετικός, του σκελετού.
    2. βασικός, κύριος.

    Большой русско-греческий словарь > скелетный

  • 58 становой

    επ.
    1. της υποδιοίκησης χωροφυλακής•

    -ое управление υποδιοικηση χωροφυλακής.

    || ουσ. α. ο υποδιοικητής χωροφυλακής.
    2. (παλ. κ. διαλκ.)• κύριος, βασικός, κεντρικός.
    εκφρ.
    становой пристав – υποδιοικητής χωροφυλακής•, становой хребет κ. -ая жила (απλ. κ. διαλκ.)• α) ή σπονδυλική στήλη. β) το βασικό, το κύριο•
    становой якорь – μεγάλη άγκυρα σκάφους.

    Большой русско-греческий словарь > становой

  • 59 стержневой

    επ.
    1. αξονικός, του άξονα.
    2. στέλεχος (ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί).
    3. μτφ. βασικός, κύριος•

    стержневой корень кустарника η κύρια ρίζα του.θάμνου•

    стержневой вопрос το κύριο ζήτημα.

    Большой русско-греческий словарь > стержневой

  • 60 суб...

    πρώτο συνθετικό με σημ. υπό... «субтропики». || υπό... (υποδεέστερος) «субинспектор». || υπό... (μη βασικός, μικρότερης σημασίας) «субпериод», «субмикроскопический».

    Большой русско-греческий словарь > суб...

См. также в других словарях:

  • βασικός — ή, ό 1. θεμελιώδης 2. αρχικός 3. σημαντικός, ουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θεόδωρο Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • βασικός — ή, ό 1. αυτός που είναι το θεμέλιο, η αρχή για την εξέλιξη και την ανάπτυξη κάποιου: Η βασική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική. 2. αυτός που αναφέρεται στην ουσία, ο σημαντικός, ο κύριος: Η στέγη και η τροφή είναι βασικά για τη ζωή και στοιχειώδη. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»