Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαρύμηνις

См. также в других словарях:

  • βαρύμηνις — βαρύμηνις, ι και βαρυμήνιος, ον και (δωρ. τ.) βαρυμάνιος, ον (Α) πολύ οργισμένος, βαρύς στην οργή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + μήνις (δωρ. και αιολ.) μάνις «οργή»] …   Dictionary of Greek

  • βαρύμηνις — heavy in wrath fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυμήνιον — βαρύμηνις heavy in wrath masc/fem acc sg βαρύμηνις heavy in wrath neut nom/voc/acc sg βαρυμήνιος masc/fem acc sg βαρυμήνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυμήνιος — βαρύμηνις heavy in wrath fem gen sg (epic doric ionic aeolic) βαρύμηνις heavy in wrath masc/fem nom sg βαρυμήνιος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύμηνι — βαρύμηνις heavy in wrath fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύμηνιν — βαρύμηνις heavy in wrath fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρυμηνιώ — βαρυμηνιῶ ( άω) (AM) [βαρύμηνις] είμαι υπερβολικά οργισμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»