-
1 βαρυμηνις
-
2 βαρυμηνιος
См. также в других словарях:
βαρύμηνις — βαρύμηνις, ι και βαρυμήνιος, ον και (δωρ. τ.) βαρυμάνιος, ον (Α) πολύ οργισμένος, βαρύς στην οργή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + μήνις (δωρ. και αιολ.) μάνις «οργή»] … Dictionary of Greek
βαρύμηνις — heavy in wrath fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυμήνιον — βαρύμηνις heavy in wrath masc/fem acc sg βαρύμηνις heavy in wrath neut nom/voc/acc sg βαρυμήνιος masc/fem acc sg βαρυμήνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυμήνιος — βαρύμηνις heavy in wrath fem gen sg (epic doric ionic aeolic) βαρύμηνις heavy in wrath masc/fem nom sg βαρυμήνιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύμηνι — βαρύμηνις heavy in wrath fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύμηνιν — βαρύμηνις heavy in wrath fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
βαρυμηνιώ — βαρυμηνιῶ ( άω) (AM) [βαρύμηνις] είμαι υπερβολικά οργισμένος … Dictionary of Greek