Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαρεί

См. также в других словарях:

  • βαρέι — βαρέϊ , βαρύς heavy in weight masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρει — βάρος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάρεϊ , βάρος weight neut dat sg (epic ionic) βάρος weight neut dat sg βά̱ρει , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) βά̱ρεϊ , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg (epic ionic) βά̱ρει , βᾶρις Et …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρεῖ — βαρέω weigh down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) βαρέω weigh down pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) βαρύς heavy in weight masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρεῖ' — βαρεῖο , βαρέω weigh down pres opt mp 2nd sg (epic ionic) βαρεῖαι , βαρέω weigh down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) βαρεῖα , βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg βαρεῖαι , βαρύς heavy in weight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отѧгъчати — ОТѦГЪЧА|ТИ 1 (14), Ю, ѤТЬ гл. 1.Сделать тяжелым, отяжелить. Образн.: ѥгда не можеть рука Г(с)нѧ сп҃сти. или ѡтѧгчалъ ѥсть мл(с)ть свою. грѣси разлучаю(т) межю Бг҃мь и нами. и грѣ(х) ради наши(х) ѿврати лице свое ѿ на(с). ЛЛ 1377, 139 (1193). 2.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ударение в грамматике — (лат. ictus = удар, У.). Под этим грамматическим термином разумеются разные оттенки силы и музыкальной высоты звука, наблюдаемые в речи. Смотря по тому, рассматриваем ли мы эти оттенки внутри одного слога, или внутри целого слова, или, наконец,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ударение (грамм.) — (лат. ictus = удар, У.). Под этим грамматическим термином разумеются разные оттенки силы и музыкальной высоты звука, наблюдаемые в речи. Смотря по тому, рассматриваем ли мы эти оттенки внутри одного слога, или внутри целого слова, или, наконец,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος …   Dictionary of Greek

  • ξαμώνω — (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω) 1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ απάνω ντου με τ αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.) 2. ορμώ, επιτίθεμαι 3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»