-
1 βαλλιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλλιστής
-
2 βαλλισταί
βαλλιστήςmasc nom /voc pl -
3 βαλλίζω
Grammatical information: v.Derivatives: βαλλισμός `dance' (Alex.). βαλλιστής (Shipp, Glotta 39 (1960) 149-52) from which Lat. ballista `catapult' (since Plaut.); βαλλίστρα `id.' (Procop.); as constellation Scherer, Gestirnnamen 203.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Derivation from βάλλω; on the meaning s. Paessens RhM 90, 146ff., Radermacher ib. 91, 52ff. and DELG. Lat. ballāre `dance' will be related, but not directly derived from βαλλίζω.Page in Frisk: 1,215Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαλλίζω
См. также в других словарях:
βαλλιστής — ο (Α βαλλιστής) νεοελλ. 1. γένος Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες δέρμα, όμοιο με θώρακα 2. παλαιότερη ονομασία για τον χορευτή, κυρίως του βαλς αρχ. ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Το λατ. ballsta αποτελεί δάνειο της Λατινικής από … Dictionary of Greek
βαλλισταί — βαλλιστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Баллиста — Эта статья о метательной машине. О римском узурпаторе III века см. Баллиста (узурпатор). Баллиста калибром в 1/2 таланта … Википедия
Карробаллиста — Баллиста калибром в 1/2 таланта Баллиста (лат. balistarum[1], от греч. βαλλιστης, от βαλλειν «бросать») античная двухплечевая машина торсионного действия для метания камней. Позднее в первых веках нашей эры под баллистами стали п … Википедия
βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και … Dictionary of Greek
μπαλέστρα — (Balestra). Koρσικανός φιλέλληνας αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Βαλέστρας ή Βαλέστ. * * * η (Μ μπαλέστρα και παλέστρα) πολεμικό μέσο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη ρίψη βελών, πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης νεοελλ. κοινή ονομασία ναυτικών… … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek