-
1 βακτηρία
βακτηρίᾱ, βακτηρίαstaff: fem nom /voc /acc dualβακτηρίᾱ, βακτηρίαstaff: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————βακτηρίαι, βακτηρίαstaff: fem nom /voc plβακτηρίᾱͅ, βακτηρίαstaff: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 βακτηρία
βακτηρία, βάκτρονGrammatical information: f.Meaning: `staff, stick, scepter (as symbol of judges)' (Ar.).Other forms: Also βακτήριον (Ar.), βακτηρίδιον (H.), βακτηρίς, - ίδος f. (Achae. [?]). Cf. βάκτρον n. `stick, cudgel' (A.).Dialectal forms: Cypr. pakara LSJ Supp.Derivatives: βακτρεύω `prop' (arg. metr. in S. OC), βάκτρευμα (E.; βακτηρεύω (Suid.) influenced by βακτηρία.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.Etymology: βακτηρία looks like an abstract formation from *βακτήρ, with βάκτρον like ἀροτήρ beside ἄροτρον. One compares βάκται ἰσχυροί H. (doubtful) and βακόν (improbable). - To Lat. baculum `staff, stick', from * bak-tlo-m (but s. Pisani REIE 3, 53); from baculum again βάκλον `stick, cudgel' (Aesop.); also OIr. bacc `hook, crook' etc. Pok. 93 gives other, quite doubtful, forms. A loanword; from Europe?Page in Frisk: 1,211-212Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βακτηρία
-
3 βακτηρία
-
4 βακτηρια
-
5 βακτηρία
βακτηρία, Stock, Stütze -
6 βακτηρίᾳ
Βλ. λ. βακτηρία -
7 βακτηρία
η1) посох, палка; трость; 2) костыль (для калек, больных) -
8 βακτήρια
βακτήριονneut nom /voc /acc pl -
9 βακτηρία
-
10 βακτηρία
[вактириа] ουσ θ бактерия. -
11 βακτηρία
βακτηρ-ία, ἡ,A staff, cane, Ar.Ach. 682, Th.8.84, Lys.24.12, X.Eq.11.4, etc.; συκίνη β., = σ. ἐπικουρία (q.v.), Alciphr.1.39, Macar.7.83.II wand, as a badge of office, carried by δικασταί, D.18.210;ὁ λαβὼν τὴν β. βαδίζει εἰς τὸ δικαστήριον τὸ ὁμόχρων τῇ β. Arist.Ath.65.2
. (Cf. Lat. baculum, imbēcillus, OIr. bacc 'crook, curved stick'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βακτηρία
-
12 βακτηρία
değnek, sopa -
13 βακτηρίας
βακτηρίᾱς, βακτηρίαstaff: fem acc plβακτηρίᾱς, βακτηρίαstaff: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 βακτηρίαι
βακτηρίαstaff: fem nom /voc plβακτηρίᾱͅ, βακτηρίαstaff: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 βάκτρον (1)
βακτηρία, βάκτρονGrammatical information: f.Meaning: `staff, stick, scepter (as symbol of judges)' (Ar.).Other forms: Also βακτήριον (Ar.), βακτηρίδιον (H.), βακτηρίς, - ίδος f. (Achae. [?]). Cf. βάκτρον n. `stick, cudgel' (A.).Dialectal forms: Cypr. pakara LSJ Supp.Derivatives: βακτρεύω `prop' (arg. metr. in S. OC), βάκτρευμα (E.; βακτηρεύω (Suid.) influenced by βακτηρία.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.Etymology: βακτηρία looks like an abstract formation from *βακτήρ, with βάκτρον like ἀροτήρ beside ἄροτρον. One compares βάκται ἰσχυροί H. (doubtful) and βακόν (improbable). - To Lat. baculum `staff, stick', from * bak-tlo-m (but s. Pisani REIE 3, 53); from baculum again βάκλον `stick, cudgel' (Aesop.); also OIr. bacc `hook, crook' etc. Pok. 93 gives other, quite doubtful, forms. A loanword; from Europe?Page in Frisk: 1,211-212Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάκτρον (1)
-
16 βακτηρίαν
βακτηρίᾱν, βακτηρίαstaff: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 βακτηρίαιν
βακτηρίαstaff: fem gen /dat dual -
18 βακτηρίαις
βακτηρίαstaff: fem dat pl -
19 βακτηριον
-
20 βακτρευμα
См. также в других словарях:
βακτηρία — βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc/acc dual βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρία — βακτηρία, η (AM) ραβδί, μπαστούνι μσν. στήριγμα, βοήθεια αρχ. το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των… … Dictionary of Greek
βακτηρίᾳ — βακτηρίαι , βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτήρια — τα μικροσκοπικοί οργανισμοί που απαντούν σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα, σε τεράστιους αριθμούς, τα περισσότερα χρήσιμα ή αβλαβή, ενώ μερικά προκαλούν ασθένειες … Dictionary of Greek
βακτήρια — τα βακτηρίδια, βάκιλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτηρία — η το μπαστούνι, το δεκανίκι, το ραβδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτήρια — βακτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίας — βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem acc pl βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαι — βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαν — βακτηρίᾱν , βακτηρία staff fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαιν — βακτηρία staff fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)