-
1 βαθυφρων
-
2 βαρυφρων
2, gen. ονος разгневанный, гневный(Νέμεσις Anth.; Ἡρακλῆς Theocr. - v. l. к βαθύφρων)
См. также в других словарях:
βαθύφρων — βαθύφρων, ον (Α) βαθυστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + φρων < φρην (πρβλ. άφρων, κακόφρων, μεγαλόφρων, παράφρων κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαθύφρων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυφρόνων — βαθύφρων gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύφρονας — βαθύφρων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek