Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βαθύβουλος

См. также в других словарях:

  • βαθύβουλος — βαθύβουλος, ον (Α) βαθυστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + βουλος < βουλή < βούλομαι «επιθυμώ μετά από σκέψη, στοχάζομαι» (πρβλ. επίβουλος, σύμβουλος)] …   Dictionary of Greek

  • βαθύβουλον — βαθύβουλος deep counselling masc/fem acc sg βαθύβουλος deep counselling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυβούλους — βαθύβουλος deep counselling masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»