-
1 βαθυμητα
-
2 βαθυνοος
См. также в других словарях:
βαθυμῆτα — βαθυμήτης masc voc sg βαθυμήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βαθυμητα
2 βαθυνοος
βαθυμῆτα — βαθυμήτης masc voc sg βαθυμήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)