-
1 βαθμος
-
2 βαθμός
ο1) градус;σήμερα κάνει πέντε βαθμούς υπό το μηδέν — сегодня температура пять градусов ниже нуля;
2) степень; ступень;βαθμός συγγενείας — степень родства;
ως ένα βαθμό — до некоторой степени;
μέχρις απίστευτου βαθμού — до невероятной степени;
στο βαθμό πού πρέπει — в должной степени;
εις μέγιστον ( — или υψιστον) βαθμόν — в высшей степени;
3) ранг, чин, звание, (учёная) степень;βαθμός ταγματάρχου — чин майора;
επιστημονικός βαθμός — учёное звание, учёная степень;
4) категория, разряд, класс;κατεδικάσθη διά κλοπήν εις βαθμόν πταίσματος — он осуждён за мелкую кражу;
5) оценка, балл, отметка; очко;6) мат. степень;εξίσωσις δευτέρου βαθμού — уравнение второй степени;
7) грам, степень -
3 βαθμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαθμός
-
4 βαθμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαθμός
-
5 βαθμός
ступень(ка); перен. степень, ранг.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βαθμός
-
6 βαθμός
-
7 βαθμός
[ватмос] ουσ α отметка, оценка. -
8 αναβαθμος
-
9 αλμυρότητα
[-ης (-ητος)] η солёность;βαθμός αλμυρότητας — степень солёности
-
10 Ερευνητικό
Ίνστιτούτρ научно-исследовательский институт;Ερευνητικόό σύγγραμμα — а) научный труд; — б) учебник для вузов;
Ερευνητικόή ερευνά — научное исследование, научно-исследовательская работа;
Ερευνητικό σύλλογος — научное общество;
Ερευνητικό βαθμός (τίτλος) — учёная степень (звание)
-
11 έσχατος
η, ο[ν]1) самый удалённый, отдалённый; 2) последний, крайний, предельный;έσχατον γήρας — глубокая старость;
έσχάτη πνοή — последний вздох;
3) перен. последний, крайний; высший;έσχατος κίνδυνος — крайняя опасность;
έσχάτη πενία — крайняя бедность;
έσχατος βαθμός — высшая ступень;
η έσχάτη των ποινών — высшая мера наказания, смертный приговор;
4) последний, наихудший;είναι έσχατος στα μαθήματα — он последний ученик;
5) лог.:έσχατος όρος — малая посылка;
§ μέχρις έσχάτων — до конца;
επ' έσχάτων — недавно, в последнее время;
ευρίσκομαι εις τα έσχατά — быть при смерти;
έσχάτη προδοσία — государственная измена
-
12 ζέση
[-ις (-εως)] η1) кипение;σημείον ( — или βαθμός) ζέσεως — точка кипения;
2) перен. пылкость; пыл, жар, рвение; -
13 ζεσίγονος
ος, ον вызывающий кипение;ζεσίγονος βαθμός — точка кипения
-
14 θετικός
η, ό[ν]1) положительный (тж. физ., мат.);θετικ άνθρωπος (ήρωας) — положительный человек (герой);
θετική απάντηση — положительный ответ;
θετικός ηλεκτρισμός (πόλος) — положительное электричество (полюс);
θετικός αριθμός — положительное число;
2) определённый; достоверный, точный;θετικές πληροφορίες — достоверная информация;
θετικό είναι ό,τι... — точно то, что...;
δεν είναι θετικό ακόμα — ещё не совсем точно;
3) фактический, действительный, реальный;θετικά κέρδη — реальные доходы;
4) филос, позитивный;§ θετικές επιστήμες — точные науки;
θετικός βαθμός — грам, положительная степень;
θετική εικόνα — фото позитивное изображение
-
15 συγγένεια
η1) родство (тж. перен.); близость; родственность;συγγένεια εξ αίματος ( — или ομαιμίας) — или φυσική ( — или κυρίως) συγγένεια — кровное родство;
συγγένεια εξ αγχιστείας ( — или κηδεστίας) — родство по браку;
στενή (μακρυνή) συγγένεια — близкое (дальнее) родство;
βαθμός συγγένειας — степень родства;
έχω συγγένεια με κάποιον — быть в родстве с кем-л. или быть сродни кому-л., быть родственником кого-л.;
πνευματική συγγένεια — а) духовное родство (крестника и крёстного); — б) духовная близость, родство душ;
συγγένεια χαρακτήρων — родственность натур;
συγγένεια ιδεών — родство идей;
πολιτική συγγένεια — некровное родство (между усыновлённым и усыновителем, опекуном и опекаемым);
2) мед. врождённость, врождённое свойство;§ χημική συγγένεια — химическое сродство
-
16 συγκριτικός
η, ό[ν] сравнительный;συγκριτικός βαθμός — грам, сравнительная степень;
-
17 υπερθετικός
η, ό[ν]:υπερθετικός βαθμός — грам, превосходная степень
-
18 υπέρτατος
-
19 898
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 898
См. также в других словарях:
βαθμός — step masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… … Dictionary of Greek
βαθμός — ο 1. καθεμιά υποδιαίρεση στην κλίμακα διάφορων επιστημονικών οργάνων: Το χειμώνα το θερμόμετρο δείχνει έως δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν σ’ αυτήν την περιοχή. 2. θέση σε ένα σύστημα αξιωμάτων ή σε μια ιεραρχία: Ο βαθμός του στρατηγού είναι ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… … Dictionary of Greek
αφιερωμένοι — Βαθμός στην οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Ο βαθμός αυτός καθιερώθηκε από την Ανωτάτη Αρχή της Εταιρείας γιατί θεωρήθηκε σκόπιμο, από τη μια μεριά, να τιμηθούν ορισμένα μέλη της και, από την άλλη, να δοθεί σε αυτά το ηθικό κίνητρο, για να… … Dictionary of Greek
βαθμοῖν — βαθμός step masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῖο — βαθμός step masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῖς — βαθμός step masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῖσιν — βαθμός step masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοί — βαθμός step masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῦ — βαθμός step masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)