-
1 βάσιμος
[васимос] ас. основательный, обоснованный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βάσιμος
-
2 основательный
основательный 1) βάσιμος* ριζικός (коренной) 2) перен. σοβαρός* * *1) βάσιμος; ριζικός ( коренной)2) перен. σοβαρός -
3 состоятельный
1. мат. βάσιμος 2. (пла-тежеспособный) φερέγγυος, αξιόχρεος 3. (обоснованный) βάσιμ/ος 4. (обеспеченный) ευκατάστατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состоятельный
-
4 обоснованностьый
обоснованность||ый1. прич. от обосновать-2. прил βάσιμος, στέρεος. -
5 основательный
основательн||ыйприл1. (обоснованный) βάσιμος·2. перен (серьезный, вдумчивый) σοβαρός / σπουδαίος (о человеке)·3. (прочный) στερεός·4. (изрядный) разг μεγάλος. -
6 состоятельный
состоятельный Iприл1. (платежеспособный) ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως·2. (с достатком) ἐΰπορος, εὐκατάστατος/ πλούσιος (богатый).состоятельный IIприл (обоснованный) βάσιμος -
7 обоснованный
[αμπασνόβαννυϊ] εκ. βάσιμος -
8 состоятельный
[σασταγιάτιλ'νυΐ] επ. βάσιμος -
9 обоснованный
[αμπασνόβαννυϊ] επ βάσιμος -
10 состоятельный
[σασταγιάτιλ'νυϊ] επ βάσιμος -
11 благонадежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноπαλ. έμπιστος, αξιόπιστος, βέβαιος, σίγουρος, βάσιμος.εκφρ.будьте -ы – να είστε σίγουροι, μην αμφιβάλλετε καθόλου. -
12 надёжный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σίγουρος, βάσιμος• αξιόπιστος, πιστός•надёжный человек σίγουρος άνθρωπος•
надёжный слуга πιστός υπηρέτης•
-ая опора σίγουρο στήριγμα•
надёжный друг έμπιστος φίλος.
2. σταθερός, στερεός, γερός, εδραίος•-ые фунтаменты γερά θεμέλια.
|| ασφαλής•-ые средства ασφαλή μέσα•
спрятать в -ом месте κρύβω σε ασφαλές μέρος.
-
13 наперсник
-а α.1. παλ. έμπιστος, αξιόπιστος, εχέγγυος, βάσιμος.2. (θεατρ.) πρόσωπο προσκείμενο στο πρωταγωνιστή, -τρία. -
14 небезосновательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноβάσιμος, όχι αβάσιμος. -
15 основательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. βάσιμος• εύλογος•-ая жалоба εύλογο παράπονο.
2. (για άνθρωπο) σταθερός, θετικός, εδραίος.3. γερός, στερεός, στέριος•основательный мост στέριο γεφύρι.
4. σοβαρός• ευσυνείδητος• βαθύς, θεμελιακός.5. αρκετά μεγάλος, αρκετού μεγέθους, αρκετής δύναμης. -
16 состоятельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. ευκατάστατος, εύπορος•дети -ых родителей παιδιά εύπορων γονέων.
2. βάσιμος, αξιόπιστος• αυθεντικός.
См. также в других словарях:
βάσιμος — passable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσιμος — η, ο επίρρ. βάσιμα ασφαλής, βέβαιος, θετικός: Η καταγγελία μου στηρίχθηκε σε βάσιμες υποψίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάσιμον — βάσιμος passable masc/fem acc sg βάσιμος passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιμωτάτοις — βάσιμος passable masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιμώτατος — βάσιμος passable masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίμοις — βάσιμος passable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίμους — βάσιμος passable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίμων — βάσιμος passable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσιμα — βάσιμος passable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσιμοι — βάσιμος passable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάσιμος — η, ο [βάσιμος] ο μη βάσιμος, αυτός που δεν έχει σταθερή βάση, αστήρικτος, αβέβαιος … Dictionary of Greek