-
1 низовой
низов||о́йприл (периферийный) τοπικός, τής βάσης:\низовойа́я организация ἡ ὁργάνωση βάσης· \низовойая работа ἡ δουλειά στίς ὁργανώσεις βάσης. -
2 базисный
επ.της βάσης•-ный склад η αποθήκη της βάσης•
-вое имуществе η περιουσία της βάσης.
-
3 базовый
επ.της βάσης•-ный склад η αποθήκη της βάσης•
-вое имуществе η περιουσία της βάσης.
-
4 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
5 уработка основы
текст. η συστολή της βάσηςτο μάζεμα της βάσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уработка основы
-
6 первичный
επ.1. αρχικός, πρώτος, πρωταρχικός•-ая обработка металла η αρχική επεξεργασία -του μετάλλου•
первичный период развития η αρχική περίοδος ανάπτυξης.
2. βασικός, κύριος.3. πρωτοβάθμιος• της βάσης•-ая парторганизация η κομματική οργάνωση βάσης.
εκφρ.- ые породы – πρωτογενή εδάφη. -
7 аэропорт
ο αερολιμήν, ο αερολιμένας, το αεροδρόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэропорт
-
8 база
1. (основа, основание сооружение для обслуживания чего-л.) η βάσηоперационная мор. - των επιχειρήσεων2. арх. η βάση, το θεμέλιο, (колонны) το πέδιλο 3. (склад, место для хранения чего-л.) η αποθήκη 4. маш. η επιφάνεια αναφοράς 5. (в гиперболических системах навигации) η γραμμή βάσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > база
-
9 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
10 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
11 брашпиль
мор. о εργάτ/ης (της άγκυρας), το βαρούλκοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > брашпиль
-
12 глубина
το βάθος- вруба - της εγκο-πής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глубина
-
13 ежегодно
κάθε χρόνο, ετησίως, επί ετήσιας βάσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ежегодно
-
14 закладка
1. (здания) η θεμελίωση, το θε-μέλιωμα 2. (выра-ботанного пространства) η γέμιση, η πλήρωση 3. (в книге, дневнике и т.п.) о σελιδοδείκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладка
-
15 закрепление
η σταθεροποίηση, η στερέωση, το δέσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закрепление
-
16 измерение
1. (нахождение численного значения величины посредством сравнения с единицей меры) η μέτρηση 2. (проверка параметров, испытаний и др.) η μέτρησ/η, ο έλεγχος 3. мат. η διάστασ/ηв трёх - ях σε τρείς - εις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измерение
-
17 колонна
1. (высокий столб) о στύλος, η κολόνα, η κολώνα- βάσης2. арх. о κίων, ο κίονας 3. тех. о (βιομηχανικός) πύργος 4. (грузовая) мор. η στήλη του φορτίου/της μπίγας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колонна
-
18 конфигурация
η διαμόρφωση, η μορφήбазовая (конструкция вариант) - της βάσης, βασική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конфигурация
-
19 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
20 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
См. также в других словарях:
Βάσης — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δολοφονήθηκε για τις χριστιανικές πεποιθήσεις του, μαζί με άλλους χριστιανούς. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου … Dictionary of Greek
ζεύγος βάσης — Ζευγάρι συνδεδεμένων βάσεων νουκλεοτιδίων, οι οποίες αλληλεπιδρούν μέσω δεσμών υδρογόνου και σχηματίζουν μια σειρά στη –σαν ανεμόσκαλα– δομή του DNA. Η ανάπτυξη δεσμών πραγματοποιείται μεταξύ των βάσεων αδενίνης θυμίνης και γουανίνης κυτοσίνης.… … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
εξουδετέρωση — Η αντίδραση μεταξύ ενός οξέος και μιας βάσης. Η ε. ισχυρών οξέων και βάσεων, δηλαδή εκείνων που είναι σε πλήρη διάσταση, ανάγεται πρακτικά στην αντίδραση σχηματισμού μορίου ύδατος, εφόσον και το άλας που θα σχηματιστεί είναι σε πλήρη διάσταση. Το … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
τηλέμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της απόστασης ενός σημείου μη προσιτού απευθείας από τον τόπο της παρατήρησης. Τα τ. χρησιμοποιούνται γενικά για μετρήσεις αποστάσεων αρκετών χιλιομέτρων και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις για μικρές αποστάσεις. Η αρχή επί της… … Dictionary of Greek
υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… … Dictionary of Greek