Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὔφην

См. также в других словарях:

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • anĝh- (*henĝh-) —     anĝh (*henĝh )     English meaning: “narrow, *press”     Deutsche Übersetzung: “eng, einengen, schnũren”, partly also von seelischer Beklemmung, Angst     Material: Verbal: Av. ązaŋhē “to press”, lengthened grade Av. ny üzata “ she… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»