-
1 αυτουργεω
1) самому трудиться(αὐ. διδάσκειν τὰς θυγατέρας Luc.)
2) самому делать(τὰ ἐπὴ τῆς γῆς Arst.)
ἐς τέλος αὐ. τι Luc. — лично выполнять что-л.;αὐ. ἑαυτῷ τὰ πρὸς τέν δίαιταν Plut. — самому приготовить себе поесть
1 αυτουργεω
(αὐ. διδάσκειν τὰς θυγατέρας Luc.)
(τὰ ἐπὴ τῆς γῆς Arst.)