Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αὐτῆμαρ

См. также в других словарях:

  • αυτήμαρ — αὐτῆμαρ επίρρ. (Α) [ήμαρ] την ίδια μέρα, αυθημερόν …   Dictionary of Greek

  • αὐτῆμαρ — on the self same day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …   Dictionary of Greek

  • είπερ — εἴπερ και εἰ περ (Α) 1. αν πράγματι («εἴπερ γάρ τε χόλον και αὐτῆμαρ καταπέψῃ» αν πράγματι πάψει την οργή του) 2. και αν ακόμη («εἴ περ ἀδείης τ ἐστι» και αν ακόμη είναι άπειρος, κι αν ακόμη δεν έχει ιδέα) 3. εάν δηλαδή (ενώ στην πραγματικότητα… …   Dictionary of Greek

  • καταπέσσω — και αττ. τ. καταπέττω (Α) (επιτ. τ. τού πέσσω ή πέττω) 1. χωνεύω εντελώς 2. μτφ. κρατώ κάτι μέσα μου, καταπίνω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί 3. καταπραύνω (α. «εἴπερ χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ» κι αν βέβαια την ίδια μέρα καταπραΰνει, μαλάξει την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»