-
1 αὐτό-κομος
αὐτό-κομος ( κόμη), 1) von selbst, von Natur behaart, λοφιά Ar. Ran. 827. – 2) sammt dem Laube, κυπάρισσος Luc. Ver. H. 1, 40.
-
2 αὐτόκομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκομος
-
3 αὐτόκομος
αὐτό-κομος, (1) von selbst, von Natur behaart. (2) samt dem Laube -
4 αυτοκομος
См. также в других словарях:
νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… … Dictionary of Greek