Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐτόπολις

См. также в других словарях:

  • αυτόπολις — αὐτόπολις, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη …   Dictionary of Greek

  • αὐτοπόλιες — αὐτόπολις free fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»