-
1 αὐτοενέργεια
A v. αὐτεν-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοενέργεια
-
2 αὐτοαγαθότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαγαθότης
-
3 αὐτοαπλότης
A simplicity itself, of a person,ὁ βασιλεὺς τὸν τρόπον ἦν αὐ. Anon.
ap. Suid. s.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαπλότης
-
4 αὐτοβραδύτης
A ideal slowness, Procl. Hyp.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβραδύτης
-
5 αὐτοετερότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοετερότης
-
6 αὐτοθεότης
A very Godhead, Procl.in Prm.p.866 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοθεότης
-
7 αὐτοισότης
A abstract equality, Procl. in Prm.p.676 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοισότης
-
8 αὐτοκμής
A = αὐτοπόνητος, Opp.H.1.718.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκμής
-
9 αὐτοολότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοολότης
-
10 αὐτοομοιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοομοιότης
-
11 αὐτοσμικρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσμικρότης
-
12 αὐτοτελειότης
A perfection, Iamb.Myst.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτελειότης
-
13 αὐτεξουσιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτεξουσιότης
-
14 αὐτουδέτερος
αὐτουδέτερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτουδέτερος
-
15 ἀκίνητος
A unmoved, motionless, Parm.8, Emp.17, etc.; of Delos, Orac. ap. Hdt.6.98, cf. Pi.P.4.57; ἐξ ἀκινήτου ποδός without stirring a step, S.Tr. 875;τὰς κινήσεις ἀκίνητος Pl.Ti. 40b
;τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αὐτό Arist.Metaph. 1012b31
; ὕλη ἀ. Stoic. ap. Plu.2.1054a; ἄστρα ἀ. fixed stars, Poll.4.156.2 idle, sluggish, ἐπ' ἀκινήτοισι καθίζειν to sit in idleness, Hes.Op. 750 (where others, to sit on graves, v. infr. 11.2); ἀ. φρένες a sluggish soul, Ar.Ra. 899; of the Boeotians, Alex.237; χώρα ἀ. untilled, Plu.2.38c.3 unmoved, unaltered,ἀ. νόμιμα Th.1.71
, etc.; τοὺς νόμους ἐᾶν ἀ. Arist. Pol. 1269a9, cf. Pl.Lg. 736d, cf. X.Lac.14.1.II immovable, hard to move, Pl.Sph. 249a, Luc.Im.1 (in [comp] Comp.). Adv.-τως, ἔχειν Isoc.13.12
, cf. Pl.Euthphr. 11d.b of property, realty, Olymp. Hist.p.458 D., Cod.Just.1.11.10.1, al.2 not to be stirred, inviolate,τάφος Hdt.1.187
: esp. prov. of sacred things,κινεῖν τὰ ἀκίνητα Id.6.134
, cf. Pl.Tht. 181a:—hence, that must be kept secret,τἀκίνητ' ἔπη S.OC 624
;τἀκίνητα φράσαι Id.Ant. 1060
.3 of persons, etc., not to be shaken, steadfast, ib. 1027;νοῦς ἀκίνητος πειθοῖ Pl.Ti. 51e
;ἕξις ἀ. ὑπὸ φόβου Id.Def. 412a
;πρὸς τὸ θεῖον Plu.2.165b
.5 c. gen., inseparable from, PMag.Berol.1.80,165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκίνητος
См. также в других словарях:
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek
μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
πληρότητα — η / πληρότης, ητος, ΝΜΑ [πλήρης] 1. η ιδιότητα τού πλήρους, το να είναι κάτι γεμάτο 2. τελειότητα, αρτιότητα νεοελλ. 1. (φιλοσ.) η κατάσταση τού ατόμου στην οποία οι δυνατότητες τής ζωής που υπάρχουν σ αυτό έχουν την πλήρη και ελεύθερη εκδήλωσή… … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
ρυπαρότητα — η / ῥυπαρότης, ητος, ΝΑ [ῥυπαρός] νεοελλ. 1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο 2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες») 3. μτφ. η ιδιότητα τού ανήθικου, φαυλότητα αρχ. αγένεια… … Dictionary of Greek