-
1 αυτοπόλιες
-
2 αὐτοπόλιες
-
3 αὐτό-πολις
αὐτό-πολις, ἡ, unabhängiger, selbstständiger Staat; αὐτοπὀλιες neben αὐτόνομοι πὀλεις Thuc. 5, 79.
См. также в других словарях:
αὐτοπόλιες — αὐτόπολις free fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)