Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐτοκασιγνήτη

См. также в других словарях:

  • αὐτοκασιγνήτη — own sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτῃ — αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκασιγνήτη — η βλ. αυτοκασίγνητος …   Dictionary of Greek

  • αὐτοκασιγνήταις — αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτην — αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτης — αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτα — αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc/acc dual αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτας — αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc pl αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκασίγνητος — αὐτοκασίγνητος, ο (θηλ. αὐτοκασιγνήτη, η) (Α) [κασίγνητος] αυτάδελφος, αδελφός …   Dictionary of Greek

  • αὐτοκασιγνήται — αὐτοκασιγνήτᾱͅ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»