-
1 αυτοκασιγνήτη
αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————αὐτοκασιγνήτηown sister: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αυτοκασιγνητη
-
3 αὐτοκασιγνήτη
Βλ. λ. αυτοκασιγνήτη -
4 αὐτοκασιγνήτῃ
Βλ. λ. αυτοκασιγνήτη -
5 αὐτοκασιγνήτη
αὐτο-κᾰσιγνήτη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκασιγνήτη
-
6 αὐτοκασιγνήτη
αὐτο - κασιγνήτη: own sister, Od. 10.137†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὐτοκασιγνήτη
-
7 αὐτοκασιγνήτη
-
8 αυτοκασιγνήτα
αὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc /acc dualαὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 αὐτοκασιγνήτα
αὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc /acc dualαὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 αυτοκασιγνήτας
αὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem acc plαὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem gen sg (doric aeolic) -
11 αὐτοκασιγνήτας
αὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem acc plαὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem gen sg (doric aeolic) -
12 αυτοκασιγνήται
-
13 αὐτοκασιγνήται
-
14 αυτοκασιγνήταις
-
15 αὐτοκασιγνήταις
-
16 αυτοκασιγνήτην
-
17 αὐτοκασιγνήτην
-
18 αυτοκασιγνήτης
-
19 αὐτοκασιγνήτης
См. также в других словарях:
αὐτοκασιγνήτη — own sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτῃ — αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκασιγνήτη — η βλ. αυτοκασίγνητος … Dictionary of Greek
αὐτοκασιγνήταις — αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτην — αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτης — αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτα — αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc/acc dual αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτας — αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc pl αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκασίγνητος — αὐτοκασίγνητος, ο (θηλ. αὐτοκασιγνήτη, η) (Α) [κασίγνητος] αυτάδελφος, αδελφός … Dictionary of Greek
αὐτοκασιγνήται — αὐτοκασιγνήτᾱͅ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)