-
1 αυλεία
αὐλείᾱ, αὔλειοςof: fem nom /voc /acc dualαὐλείᾱ, αὔλειοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)αὐλείᾱ, αὐλείαfem nom /voc /acc dualαὐλείᾱ, αὐλείαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 αὐλεία
αὐλείᾱ, αὔλειοςof: fem nom /voc /acc dualαὐλείᾱ, αὔλειοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)αὐλείᾱ, αὐλείαfem nom /voc /acc dualαὐλείᾱ, αὐλείαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αὐλεία
-
4 αυλείας
αὐλείᾱς, αὔλειοςof: fem acc plαὐλείᾱς, αὔλειοςof: fem gen sg (attic doric aeolic)αὐλείᾱς, αὐλείαfem acc plαὐλείᾱς, αὐλείαfem gen sg (attic doric aeolic) -
5 αὐλείας
αὐλείᾱς, αὔλειοςof: fem acc plαὐλείᾱς, αὔλειοςof: fem gen sg (attic doric aeolic)αὐλείᾱς, αὐλείαfem acc plαὐλείᾱς, αὐλείαfem gen sg (attic doric aeolic) -
6 αυλείαν
αὐλείᾱν, αὔλειοςof: fem acc sg (attic doric aeolic)αὐλείᾱν, αὐλείαfem acc sg (attic doric aeolic) -
7 αὐλείαν
αὐλείᾱν, αὔλειοςof: fem acc sg (attic doric aeolic)αὐλείᾱν, αὐλείαfem acc sg (attic doric aeolic) -
8 αὔλειος
A of or belonging to the court, ἐπ' αὐλείῃσι θύρῃσι at the door of the court, i.e. the outer door, house-door, Od.11.239, cf. Pi.N.1.19, Hdt.6.69;αὔλειοι θύραι Sol.4.28
;ἐπὶ προθύροις.. οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου Od.1.104
;ἐκτὸς αὐ. πυλῶν S. Ant.18
; : sg.,ἡ αὔλειος θύρα Lys.1.17
, Pl.Smp. 212c, Thphr.Char.28.3, Men.546;ἡ αὐλεία θύρα IG11(2).287
A 146 (Delos, iii B. C.), Thphr.Char.18.4; ἡ αὐλεία alone, Ar. Pax 982, Fr. 255, SIG2587.122;ἡ αὔλειος Plu.Pomp.46
, 2.516f, Luc.Tox.17;αἱ αὔλειοι Plb.5.76.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὔλειος
-
9 αυλείαις
-
10 αὐλείαις
-
11 αυλείην
-
12 αὐλείην
-
13 αυλείησι
-
14 αὐλείῃσι
-
15 αύλειαι
-
16 αὔλειαι
См. также в других словарях:
αὐλεία — αὐλείᾱ , αὔλειος of fem nom/voc/acc dual αὐλείᾱ , αὔλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐλείᾱ , αὐλεία fem nom/voc/acc dual αὐλείᾱ , αὐλεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλείας — αὐλείᾱς , αὔλειος of fem acc pl αὐλείᾱς , αὔλειος of fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλείᾱς , αὐλεία fem acc pl αὐλείᾱς , αὐλεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλείαν — αὐλείᾱν , αὔλειος of fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλείᾱν , αὐλεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Κτέατος — Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν γιος του Άκτορα, αδελφού του Αυλεία, ή του Ποσειδώνα. Μαζί με τον αδελφό του, Εύρυτο, αποτελούσαν τους Ακτορίωνες (βλ. λ.) ή Μολίωνες. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Κ. και ο γιος του, Αμφίμαχος,… … Dictionary of Greek
αὐλείαις — αὔλειος of fem dat pl αὐλεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλείην — αὔλειος of fem acc sg (epic ionic) αὐλεία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλείῃσι — αὔλειος of fem dat pl (epic ionic) αὐλεία fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλειαι — αὔλειος of fem nom/voc pl αὐλεία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)