-
1 αυθύπαρκτος
-
2 αὐθύπαρκτος
-
3 αυθύπαρκτος
ος, ον самостоятельный, независимый, сам по себе существующий (о предприятии) -
4 αὐθύπαρκτος
αὐθ-ύπαρκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθύπαρκτος
-
5 αὐθύπαρκτος
αὐθ-ύπ-αρκτος, für sich bestehend, selbstständig -
6 αυθύπαρκτος
kendiliğinden varolan -
7 αυθυπάρκτως
αὐθύπαρκτοςself-subsistent: adverbialαὐθύπαρκτοςself-subsistent: masc /fem acc pl (doric) -
8 αὐθυπάρκτως
αὐθύπαρκτοςself-subsistent: adverbialαὐθύπαρκτοςself-subsistent: masc /fem acc pl (doric) -
9 αυθύπαρκτον
αὐθύπαρκτοςself-subsistent: masc /fem acc sgαὐθύπαρκτοςself-subsistent: neut nom /voc /acc sg -
10 αὐθύπαρκτον
αὐθύπαρκτοςself-subsistent: masc /fem acc sgαὐθύπαρκτοςself-subsistent: neut nom /voc /acc sg -
11 αυθυπόστατος
η, ο [ος, ον) см. αυθύπαρκτος υθυπότακτος, ος, ον покорный -
12 αυθυπάρκτου
-
13 αὐθυπάρκτου
-
14 αυθύπαρκτα
-
15 αὐθύπαρκτα
-
16 αὐτοΰπαρκτος
αὐτοΰπαρκτος, ον,A = αὐθύπαρκτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοΰπαρκτος
См. также в других словарях:
αὐθύπαρκτος — self subsistent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθύπαρκτος — η, ο (AM αὐθύπαρκτος, ον) αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του … Dictionary of Greek
αυθύπαρκτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έγινε από άλλον, αυτός που υπάρχει από μόνος του: Ο Θεός είναι αυθύπαρκτος. Ουσ. αυθυπαρξία, η η αυτοτέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθυπάρκτως — αὐθύπαρκτος self subsistent adverbial αὐθύπαρκτος self subsistent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθύπαρκτον — αὐθύπαρκτος self subsistent masc/fem acc sg αὐθύπαρκτος self subsistent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθυπάρκτου — αὐθύπαρκτος self subsistent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθύπαρκτα — αὐθύπαρκτος self subsistent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αγέννητος — και γος, η, ο (Α ἀγέννητος, ον) αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει νεοελλ. 1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος 2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη 3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος α) ο διάβολος β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος αρχ. 1 … Dictionary of Greek
αυτοούσιος — αὐτοούσιος, ον (Μ) αυθύπαρκτος … Dictionary of Greek