Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἱματοδόχος

См. также в других словарях:

  • αιματοδόχος — ο (Μ αἱματοδόχος, ον, Ν και ματοδόχος, α, ο) αυτός που περιέχει, που δέχεται μέσα του αίμα ως ουσ. η σκάφη, στην οποία συγκεντρώνεται το αίμα τών χοίρων που σφάζονται, για να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή τής αιματιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + δόχος… …   Dictionary of Greek

  • αἱματοδόχον — αἱματοδόχος holding blood masc/fem acc sg αἱματοδόχος holding blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματοδεκτικός — ή, όν (Μ) αιματοδόχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αιμοδόχος — ο (Α αἱμοδόχος, ον) ο αιματοδόχος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»