-
1 αιμακουρια...
αἱμακουρία...αἰμακορία, αἱμακουρία[κορέννυμι] ἥ преимущ. pl. кровавые возлияния на могиле Pind., Plut. -
2 αἱμακουρία
1 funeral sacrifice νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθεὶς τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. Βοιωτικὴ ἡ φωνή. Βοιωτοὶ γὰρ αἱμακουρίας τὰ τῶν νεκρῶν ἐναγίσματα λέγουσιν. Σ.) O. 1.90 -
3 αἱμακουρία
αἱμα-κουρία, Blutspende auf dem Grabe, dem Toten zur Sühne -
4 αιμακουρίας
αἱμακουρίᾱς, αἱμακουρίαfem acc plαἱμακουρίᾱς, αἱμακουρίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
5 αἱμακουρίας
αἱμακουρίᾱς, αἱμακουρίαfem acc plαἱμακουρίᾱς, αἱμακουρίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
6 αιμακουρίαι
-
7 αἱμακουρίαι
-
8 αιμακουρίαν
-
9 αἱμακουρίαν
-
10 αἱμο-κουρία
αἱμο-κουρία, s. αἱμακουρία.
-
11 αιμακορια
αἰμακορία, αἱμακουρία[κορέννυμι] ἥ преимущ. pl. кровавые возлияния на могиле Pind., Plut. -
12 αιμακουρίαις
-
13 αἱμακουρίαις
См. также в других словарях:
αἱμακουρίας — αἱμακουρίᾱς , αἱμακουρία fem acc pl αἱμακουρίᾱς , αἱμακουρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμακουρίαι — αἱμακουρία fem nom/voc pl αἱμακουρίᾱͅ , αἱμακουρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμακουρίαν — αἱμακουρίᾱν , αἱμακουρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμακουρίαις — αἱμακουρία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)