-
1 αιθάλεος
-
2 αἰθάλεος
-
3 αἰθαλέος
αἰθαλέος, russig, πρηστῆρες Ap. Rh. 4, 777; πυρὸς ῥιπαί Ep. ad. 678 (VII, 48), d. i. wohl: brennend. – Von der Farbe, Nic. Th. 750.
-
4 αιθαλεος
-
5 αἰθαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθαλέος
-
6 αἰθαλέος
αἰθαλέος, rußig; wohl brennend, von der Farbe -
7 αιθαλέων
αἰθάληsoot: fem gen pl (epic ionic)αἰθαλέοςsmoky: fem gen plαἰθαλέοςsmoky: masc /neut gen pl -
8 αἰθαλέων
αἰθάληsoot: fem gen pl (epic ionic)αἰθαλέοςsmoky: fem gen plαἰθαλέοςsmoky: masc /neut gen pl -
9 αιθαλέη
-
10 αἰθαλέη
-
11 αιθαλέοιο
-
12 αἰθαλέοιο
-
13 αιθαλέους
-
14 αἰθαλέους
-
15 αιθάλεοι
-
16 αἰθάλεοι
См. также в других словарях:
αιθαλέος — αἰθαλέος, έα, έον (Α) [αἰθάλη] 1. ο γεμάτος αιθάλη, καπνιά, καπνισμένος 2. αυτός που έχει το χρώμα τής αιθάλης, σκοτεινόχρωμος, αυτός που έχει κεραμιδί χρώμα ή σταχτοκόκκινο (βλ. και αιθαλόεις) … Dictionary of Greek
αἰθάλεος — αἰθαλέος smoky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλέη — αἰθαλέος smoky fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλέοιο — αἰθαλέος smoky masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλέους — αἰθαλέος smoky masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθάλεοι — αἰθαλέος smoky masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλέων — αἰθάλη soot fem gen pl (epic ionic) αἰθαλέος smoky fem gen pl αἰθαλέος smoky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek