Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αἰθεροδρόμος

См. также в других словарях:

  • αιθεροδρόμος — αἰθεροδρόμος, ον (AM) αυτός που διασχίζει, που διατρέχει τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰθήρ, έρος + δρόμος < ἔδραμον, αορ. β΄ τού ρ. θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο δρομῶ] …   Dictionary of Greek

  • αἰθεροδρόμος — ether skimming masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθεροδρόμος — α, ο αυτός που τρέχει, πετά στους αιθέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰθεροδρόμον — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem acc sg αἰθεροδρόμος ether skimming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροδρόμε — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροδρόμου — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροδρόμους — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροδρόμων — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροδρόμῳ — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αιθεροδρομώ — αἰθεροδρομῶ ( έω) (Α) [αἰθεροδρόμος] διατρέχω τον αιθέρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»