Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰγᾰνέη

См. также в других словарях:

  • αιγανέη — αἰγανέη, η (Α) λόγχη κυνηγετική, ακόντιο (τής ομηρικής εποχης)· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. παράγωγο ενός τ. *αἴγ ανον, δηλωτικού κάποιου «ριπτομένου οργάνου, ακοντίου» (πρβλ. δρέπ ανον, φάσγ ανον κ.τ.ό.), από την ΙΕ ρίζα *aiĝ («κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • αἰγανέη — hunting spear fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγανέῃ — αἰγανέη hunting spear fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγανέαι — αἰγανέη hunting spear fem nom/voc pl αἰγανέᾱͅ , αἰγανέη hunting spear fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγανέαις — αἰγανέη hunting spear fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγανέην — αἰγανέη hunting spear fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγανέης — αἰγανέη hunting spear fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγανέῃσι — αἰγανέη hunting spear fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγανέῃσιν — αἰγανέη hunting spear fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • αἰγανέα — αἰγανέᾱ , αἰγανέη hunting spear fem nom/voc/acc dual αἰγανέᾱ , αἰγανέη hunting spear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»