Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αἰγίβοτος

См. также в других словарях:

  • αιγίβοτος — αἰγίβοτος, ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (αἴξ) + βοτος < βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • αἰγίβοτος — feeding goats masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιβότου — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem/neut gen sg αἰγιβότης masc gen sg αἰγιβότος feeding goats masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιβότῳ — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem/neut dat sg αἰγιβότος feeding goats masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίβοτον — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem acc sg αἰγίβοτος feeding goats neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίβοτα — αἰγίβοτος feeding goats neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίβοτοι — αἰγίβοτος feeding goats masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • αιγιβότης — αἰγιβότης, ο (Α) 1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες 2. ο αιγίβοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βότης < βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • βούβοτος — βούβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»