-
1 αιγλαεις
-
2 αἰγλάεις
1 gleaming, shining ἐπὶ γὰρ Ἑρμᾶς αἰγλάεντα τίθησι κόσμον (sc. τοῖς ἵπποις.) P. 2.10 “ κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” P. 4.231 -
3 αἰγλάεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγλάεις
-
4 αιγληεις
(Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH.; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.)
-
5 αἰγλήεις
A dazzling, radiant, in Hom. alwaysαἰγλήεντος Ὀλύμπου Il.1.532
, Od.20.103;Κλάρος αἰγλήεσσα h.Ap.40
; πῶλοι αἰ. h.Hom.32.9: neut. as Adv., αἰγλῆεν στίλβουσι ib.31.11:—[dialect] Dor. [full] αἰγλάεις, [var] contr. [full] αἰγλᾶς,κῶας αἰγλᾶεν.. θυσάνῳ Pi.P.4.231
; αἰγλᾶντα κόσμον ib.2.10;αἰγλᾶντα σώματα E.Andr. 285
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγλήεις
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский