-
1 αιγιαλιτις
-
2 αιγιαλίτις
-
3 αἰγιαλῖτις
-
4 αἰγιαλῖτις
αἰγιαλῖτις, ιδος, z. B. ἄμμος, ϑίς, Zon. 9 (VII, 404); χηλή Arch. 17 (X, 8).
-
5 παρ-αιγιαλῖτις
παρ-αιγιαλῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Eust. 116, 7.
-
6 ἐπ-αιγιαλῖτις
ἐπ-αιγιαλῖτις, ιδος, ἡ, am Gestade, χηλή Archi. 17 (X, 8).
-
7 χηλή
χηλή, ἡ, 1) die aus einander klaffende (ΧΑ) od. gespaltene Klaue des Rindviehes, der Schaafe; Eur. Bacch. 619; Ap. Rh. 2, 667; ταύρου Anacr. 52, 6; vgl. Arist. H. A. 2, 1. – Bei Dichtern auch des Pferdes, Hes. Sc. 62, Eur. Ion 1242 Phoen. 42. 815; eines Wolfes, Theocr. ep. 6, 4. – Die Kralle der Vögel, Soph. Ant. 990 Eur. Ion 1208; κίρκον χηλαῖς κάρα τίλλοντα Aesch. Pers. 204. – Die Scheere des Krebses, Arist. H. A. 4, 3. – 2) alles Zweispaltige, zinkenartig Hervorragende, bes. – a) ein chirurgisches Instrument, eine Art Sonde, der Geißfuß, μήλη ἐντετμημένη, Hippocr. – b) eine zweispaltige Nadel, Netze zu stricken u. Matten zu flechten. – c) die ins Meer vorlaufenden Arme der Hafendämme, αἰγιαλῖτις Archi. 27 (X, 8). – Auch τείχους, ein vorragender Mauerrand von Steinen, um die Wellen zu brechen, Thuc. 1, 63, vgl. 7, 53. 8, 90; Xen. An. 7, 1,16. – Ὄρους χηλή, Vorsprung eines Berges, Sp. – 3) jeder Spalt, Kerbe, bes. die Kerbe, mit welcher der Pfeil auf die Sehne gelegt wird, sonst γλυφίς; – die Spaltung der Augenwimpern, wo sie sich im Schlafe zusammenfügen.
-
8 επαιγιαλιτις
-
9 αιγιαλίτιν
-
10 αἰγιαλῖτιν
-
11 αιγιαλίτιδα
-
12 αἰγιαλίτιδα
-
13 αιγιαλίτιδας
-
14 αἰγιαλίτιδας
-
15 αιγιαλίτιδος
-
16 αἰγιαλίτιδος
-
17 ἐπαιγιαλῖτις
ἐπ-αιγιαλῖτις, ιδος, ἡ, am Gestade
См. также в других словарях:
αἰγιαλῖτις — αἰγιαλίτης fem nom sg αἰγιαλῖτις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… … Dictionary of Greek
επαιγιαλίτις — ἐπαιγιαλῑτις, η (Α) αυτή που βρίσκεται στον γιαλό, στην παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιγιαλίτις «αυτή που βρίσκεται στον αιγιαλόν»] … Dictionary of Greek
αἰγιαλῖτιν — αἰγιαλίτης fem acc sg αἰγιαλῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλίτιδα — αἰγιαλί̱τιδα , αἰγιαλίτης fem acc sg αἰγιαλί̱τιδα , αἰγιαλῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλίτιδας — αἰγιαλί̱τιδας , αἰγιαλίτης fem acc pl αἰγιαλί̱τιδας , αἰγιαλῖτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλίτιδος — αἰγιαλί̱τιδος , αἰγιαλίτης fem gen sg αἰγιαλί̱τιδος , αἰγιαλῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)