-
1 αἰγί-λιψ
αἰγί-λιψ, ιπος, ὁ, ἡ, VLL. οὕτως ὑψηλός, ὥςτε καὶ αἶγα λείπεσϑαι, μὴ ἐπιβαίνειν, schroff, steil, selbst den Ziegen unzugänglich, Hom. dreimal, Iliad. 9, 15. 16, 4 ὥς τε κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ, 13, 63 ὥς τ' ἴρηξ ὠκύπτερος ὦρτο πέτεσϑαι, ὅς ῥά τ' ἀπ' αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρϑεὶς ὁρμήσῃ πεδίοιο; Aesch. Suppl. 775; πέτρος Antiphil. 30 (VII, 622); Scyrus Lyc. 1325.
-
2 αἰγίλιψ
αἰγί-λιψ, schroff, steil, selbst den Ziegen unzugänglich -
3 αιγιλιψ
ῐπος adj. «оставляемый (в покое даже) козами», т.е. необыкновенно крутой(πέτρα Hom., Aesch., Anth.)
-
4 αἰγίλιψ
Grammatical information: adj.Meaning: `sheer, steep' (Il.).; also place name.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Generally connected with Lith. lìp-ti `clamber' (s. Solmsen Untersuchungen 73 A. 1); but the meaning `clamber' is secondary to `stick, cleave' and it is far from certain that Greek knew the same development. The whole would be `what can be climbed only by goats', which Frisk calls "weit zweifelhafter". The form αἰγι- is unexplained (see αἴξ; αἰθί-οψ does not help). Cf. ἄλιψ πέτρα H. (but s. s.v.), from `what cannot be climbed'?; the gloss λίψ πέτρα ἀφ' ἡς ὕδωρ στάζει may be due to later interpretation (Solmsen, cf. Persson Beiträge 152 m. A. 1); Marzullo Studia Pagliaro III 101f thinks it is a mistake for α[ἰγί]λιψ. Further αἰγίλιψ ὑψηλη πέτρα καὶ πόλις καὶ ἰτέα ὑπὸ Θούριων H. Improbable Wecklein MünchSb 1911: 3 (s. WP. 2, 403, Kretschmer Glotta 5, 302).Page in Frisk: 1,31Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰγίλιψ
См. также в других словарях:
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αιγίλιψ — αἰγίλιψ ( ιπος), ο, η (Α) τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι (< αἴξ, αἰγὸς) και λιψ. Το β συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα *leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω,… … Dictionary of Greek