-
1 αιανής
αἰᾱνῆς, αἰανήςeternal: masc /fem acc pl (attic epic doric)αἰᾱνῆς, αἰανήςeternal: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
2 αἰανῆς
αἰᾱνῆς, αἰανήςeternal: masc /fem acc pl (attic epic doric)αἰᾱνῆς, αἰανήςeternal: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
3 αιανης
I21) мучительный, жестокий(κέντρον, λιμός Pind.; νόσος Aesch.)
2) горестный, скорбный(βάγματα αὐδή Aesch.)
3) роковой, злосчастный(Πέλοπος ἱππεία Soph.)
II2вечныйἐς τὸν αἰανῆ χρόνον Aesch. — навеки
-
4 αιανής
-
5 αἰανής
-
6 αἰανής
1 irritating, naggingἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς P. 4.236
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49
εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
-
7 αἰανής
Aδεῖπνον αἰηνές Archil.38
; αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Pi.P.1.83, 4.236, I.1.49: also in Trag. (not E.),Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα A.Eu. 416
;νυκτὸς αἰ. κύκλος S.Aj. 672
;αἰ. νόσος A.Eu. 479
, 942 (lyr);αἰ. βάγματα Id.Pers. 636
(lyr.); αἰ. πάνδυρτον αὐδάν ib. 941 (lyr.);Πέλοπος.. ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰ. τᾷδε γᾷ S.El. 506
; of Time,εἰς τὸν αἰ. χρόνον A.Eu. 572
, IG9(1).886.2 ([place name] Corcyra); eternal,θεός Lyc.928
. Adv. αἰανῶς for ever, A.Eu. 672:— [full] αἰανός, Hsch., Suid. s.v. λεύκη ἡμέρα, and v.l. in A.Eu. 416, 479, S.Aj. 672, El. 506, is dub. (Prob. fr. αἰεί, everiasting, perpetual, hence in bad sense, wearisome, persistent.) -
8 αἰᾱνής
αἰᾱνής, ές, schmerzlich, traurig, Aesch., vom Klageruf, βάγματα Pers. 627; αὐδή 903; νόσος Eum. 457. 902; mit αἶ, αἰνός zusammenhängend. Pind. κόρος P. 1, 83; λιμός I. 1, 49; κέντρον P. 4, 286; δεῖπνον αἰανὲς προὔϑηκεν Archil. frg. 20. Ein anderes Wort, von ἀεί herkommend, immerdauernd bedeutend, χρόνος Aesch. Eum. 542; αἰανῶς μένειν 642; s. das folgd.
-
9 αἰᾱνής
αἰᾱνής, schmerzlich, traurig -
10 δυς-αιᾱνής
δυς-αιᾱνής, βοά, jammervoll, Aesch. Pers. 273, Schol. δυςϑρήνητος.
-
11 αιανή
αἰᾱνῆ, αἰανήςeternal: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αἰᾱνῆ, αἰανήςeternal: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αἰᾱνῆ, αἰανήςeternal: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
12 αἰανῆ
αἰᾱνῆ, αἰανήςeternal: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αἰᾱνῆ, αἰανήςeternal: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αἰᾱνῆ, αἰανήςeternal: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
13 αἰᾱνός
αἰᾱνός, ή, όν, traurig, νύξ Aesch. Eum. 394; Soph. El. 506; aber Ai. 657 ist νυκτὸς αἰανῆς κύκλος von Herm. nach mss. in αἰανής geändert.
-
14 αιανος
-
15 αιανεί
αἰᾱνεῖ, αἰανήςeternal: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)αἰᾱνεῖ, αἰανήςeternal: masc /fem /neut dat sg -
16 αἰανεῖ
αἰᾱνεῖ, αἰανήςeternal: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)αἰᾱνεῖ, αἰανήςeternal: masc /fem /neut dat sg -
17 αιανές
-
18 αἰανές
-
19 αιηνές
-
20 αἰηνές
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… … Dictionary of Greek
αἰανῆς — αἰᾱνῆς , αἰανής eternal masc/fem acc pl (attic epic doric) αἰᾱνῆς , αἰανής eternal masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰανής — αἰᾱνής , αἰανής eternal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιανής, δήμος — Δήμος του νομού Κοζάνης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ροδιανής, Ρυμνίου και Χρωμίου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τους… … Dictionary of Greek
αἰηνές — αἰανής eternal masc/fem voc sg (ionic) αἰανής eternal neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰανῆ — αἰᾱνῆ , αἰανής eternal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) … Deutsch Wikipedia
Αιανή — I Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, στη χώρα των Ελιμειωτών (σημερινός νομός Κοζάνης), που ιδρύθηκε από τον Αιανό, γιο του Ελύμου, βασιλιά των Τυρρηνών (μάλλον Τυρ(ι)σσηνών, από τη μακεδονική πόλη Τύρισσα). Λέγεται και Αιάνη και Αίανα. II Κωμόπολη… … Dictionary of Greek
Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… … Dictionary of Greek
αἰανεῖ — αἰᾱνεῖ , αἰανής eternal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἰᾱνεῖ , αἰανής eternal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰανές — αἰᾱνές , αἰανής eternal masc/fem voc sg αἰᾱνές , αἰανής eternal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)