-
1 неупотребительный
неупотребительный αχρησιμοποίητος, αχρησίμευτος, άχρηστος (негодный)* * *αχρησιμοποίητος, αχρησίμευτος, άχρηστος ( негодный)
См. также в других словарях:
αχρησίμευτος — η, ο (Μ ἀχρησίμευτος, ον) άχρηστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀχρησίμευτον το να είναι κάτι άχρηστο … Dictionary of Greek
αχρησίμευτος — η, ο αυτός που δε χρησιμεύει, ο άχρηστος: Φύλαγε ακόμη και πράγματα αχρησίμευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)