-
1 преданный
-
2 привязанностьый
привязанность||ыйприч. и прил (преданный) ἀφοσιωμένος:он очень ко мне привязан μοῦ εἶναι πολύ ἀφοσιωμένος. -
3 преданный
1. (изменнически выданный) προδομένος 2. (исполненный постоянства, верности) αφοσιωμένος, πιστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преданный
-
4 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
5 преданный
преданн||ыйприл ἀφοσιωμένος / πιστός (верный). -
6 приверженный
привержен||ныйприл1. (преданный) ἀφοσιωμένος / πιστός (верный)·2. (склонный) ἐπιρρεπής. -
7 самозабвениеный
самозабвение||ныйприл ἀφοσιωμένος, ὁλότελα δοσμένος. -
8 тело
тел||ос в разн. знач. τό σώμα/ ἡ σάρκα, ἡ σαρξ (плоть)/ ὁ νεκρός, τό λείψανο (останки):твердые \телоа фиэ. τά στερεά σώματα· инородное \тело τό ἐτερογενές σώμα· обнаженное \тело τό γυμνό σώμα· дрожать всем \телоом τρέμω ὁλόκληρος· вынос \телоа состоится... ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ θά γίνει...· ◊ быть в \телое εἶμαι παχύς· быть преданным душой и \телоом кому́-л. εἶμαι ἀφοσιωμένος σέ κάποιον ψυχή τε καί σώματι· держать кого́-л. в черном \телое κάνω τή ζωή μαύρη σέ κάποιον. -
9 самозабвенный
[σαμαζαμπβιέννυϊ] εκ αφοσιωμένος -
10 самозабвенный
[σαμαζαμπβιέννυϊ] εκ αφοσιωμένος -
11 лютый
κ. (απλ.) лютойεπ.θηριώδης, αιμοβόρος. || μτφ. σκληρός, άσπλαχνος, απάνθρωπος•лютый человек σκληρόκαρδος άνθρωπος.
|| δυνατός, ισχυρός•лютый мороз δριμύ ψύχος•
лютый голод λιμός.
|| αφοσιωμένος, δοσμένος ολόψυχα. -
12 неизменный
επ., βρ: -мнен, -мнна, -мнно1. αμετάβλητος, αμετάλλακτος αναλλο ίωτος• μόνιμος, σταθερός.2. συνηθισμένος, παντοτινός.3. πιστός, αφοσιωμένος. -
13 преданный
επ. από μτχ.αφοσιωμένος, προσηλωμένος, προσκολλημένος. || πιστός•преданный друг πιστός φίλος•
преданный слуга πιστός υπηρέτης.
-
14 приверженный
επ., βρ: -жен, -а, -о.1. αφοσιωμένος, προσηλωμένος• πιστός.2. καλοδι-ατεθημένος, ευεπίφορος. -
15 привязанность
-и θ.1. αφοσίωση•питать -к кому είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον.
2. προσήλωση•семеиная привязанность οικογενειακή προσήλωση.
-
16 прилежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноεπιμελής, φιλόπονος• αφοσιωμένος. -
17 сосредоточенный
επ. από μτχ.1. συγκεντρωμένος.2. εντατικός• προσηλωμένος, αφοσιωμένος. || μτφ. απορροφημένος.εκφρ.άκρα σιωπή (σιγή), νέκρα•сосредоточенный огонь – συγκεντρωμένα πυρά. -
18 углублённый
επ. από μτχ.1. βαθύς• βαθουλός.2. μτφ. εμβριθής, βαθυστόχαστος•-ое изучение истории βαθιά μελέτη της ιστορίας.
3. μτφ. αφοσιωμένος, προσηλωμένος, απορροφημένος.
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ντεβότος — και τεβόντος, η, ον (Μ) αφοσιωμένος στον Θεό, πιστός, θεοσεβούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. devot < λατ. devotus «ευσεβής, αφοσιωμένος» < λατ. devoveo «καθιερώνω, αφοσιώνομαι»] … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Κοπέρνικος — I (Nicolaus Copernicus, Τορν, Μπίντγκοστς 1473 – Φρόμποργκ ή Φράουενμπουργκ 1543). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πολωνού μαθηματικού, αστρονόμου και κοσμολόγου Νικολάι Κόπερνικ (Kopernik). Ο πατέρας του, εύπορος αστός της Κρακοβίας, είχε… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Φαίδων — Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Σωκράτη. Πήρε μέρος στον πόλεμο Ηλείων Σπαρτιατών (401 π.Χ.), αιχμαλωτίστηκε από τους Σπαρτιάτες και ελευθερώθηκε με λύτρα που μαζεύτηκαν στην Αθήνα με προτροπή του Σωκράτη. Ιδρυτής της Ηλειακής Σωκρατικής… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός … Dictionary of Greek
δέσμιος — α, ο (AM δέσμιος, ία, ιον Α και ος, ον) [δεσμός] 1. δεμένος με δεσμά, δεσμώτης 2. αυτός που δεν έχει ελευθερία δράσεως, ο υποχείριος («δέσμιος τών δανειστών του», «δέσμιοι του σκότους») αρχ. μσν. απόλυτα αφοσιωμένος («Παῡλος δέσμιος Χριστοῡ») αρχ … Dictionary of Greek
δουλικός — (I) ή, ό (AM δουλικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία 2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος») 3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός («δουλική συμπεριφορά») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek