-
101 αὐτό-λυκοι
αὐτό-λυκοι, nach B. A. 466 πένητες, soll wohl αὐτολήκυϑοι heißen.
-
102 αὐτό-λιθος
αὐτό-λιθος, dasselbe, Conj. Hemsterh. zu Poll. 10, 120, wie Soph. frg. 133, für αὐτοχειλέσι ληκύϑοις.
-
103 αὐτό-ηδυ
αὐτό-ηδυ, τό, das Angenehme an u. für sich, Arist. top. 6, 8, 6, bei Bekk. zwei Wörter.
-
104 αὐτό-ληπτος
αὐτό-ληπτος, bei Apoll. Lex. Erkl. von αὐτάγρετος.
-
105 αὐτό-θηκτον
αὐτό-θηκτον, ξίφος, selbst geschärft, Aesch. frg. 377.
-
106 αὐτό-λογος
αὐτό-λογος, das Wort selbst, K. S.
-
107 αὐτο-πρός-ωπος
αὐτο-πρός-ωπος ( πρόςωπον), in eigener Person, ohne Maske, ὑποκρίτης Ath. X, 452 f; κάλλος Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; Ggstz δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόςωπα, sc. συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.
-
108 αὐτο-πρεπής
αὐτο-πρεπής, H. h. Merc. 86, corrumpirt, Wolf ὁδὸν αὐτοτροπήσας, w. m. f.; Herm. emend. ὁδὸν ἀντιτορήσων, der Bahn brechen will.
-
109 αὐτο-προς-ωπέω
αὐτο-προς-ωπέω, persönlich sein, Clem. Al.
-
110 αὐτο-προ-αίρετος
αὐτο-προ-αίρετος, freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.
-
111 αὐτο-πρὰγέω
αὐτο-πρὰγέω, eigtl. für sich handeln; einen Staat für sich bilden u. zwar unabhängig, Strab.
-
112 αὐτο-πωλικός
αὐτο-πωλικός, das Gewerbe des αὐτοπώλης betreffend, neben καπηλικόν Plat. Soph. 224 e.
-
113 αὐτο-πόρφυρος
αὐτο-πόρφυρος, don natürlichem Putpur, Sp.
-
114 αὐτο-πόκὶστον
αὐτο-πόκὶστον, ἱμάτιον Hesych., = folgdm.
-
115 αὐτο-πόνητον
αὐτο-πόνητον, ῥεῦμα μελισσῶν, selbst gearbeitet, Antiphil. 29 (IX, 404).
-
116 αὐτο-παγής
αὐτο-παγής, ές, selbst gebaut, ϑαλάμαι, Bienenzellen, Antiphil. 19 (IX, 404).
-
117 αὐτο-παθής
αὐτο-παθής, ές (παϑεῖν), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, Ggstz ἀλλοπαϑής Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαϑητικός. – Adv. αὐτοπαϑῶς, nach eigener Erfahrung u. Ueberzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut.
-
118 αὐτο-ποιητικός
αὐτο-ποιητικός, die Sache selbst machend, od. darstellend, Ggstz εἰδωλοποιητικός Plat. Soph. 266 a.
-
119 αὐτο-ποδητί
αὐτο-ποδητί, auf eigenen Füßen, Luc. Lexiph. 2.
-
120 αὐτο-ποδί
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)