Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αυτός+και+εγώ

  • 21 должен

    -жна, -жно (χρησιμοποιείται σαν κατηγ. με το ρ. быть ή και χωρίς αυτό)•
    1. οφείλω, χρεωστώ•

    я должен вам пять рублей εγώ σας χρωστώ πέντε ρούβλια.

    2. είμαι υποχρεωμένος, πρέπει•

    он должен скоро вернуться αυτός πρέπει να γυρίσει (επιστρέψει) γρήγορα.

    || είμαι ανακασμένος, αναγκάζομαι.
    εκφρ.
    должно ή должно быть – μπορεί, μπορεί να είναι, πιθανόν, είναι πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•
    должен статьсяβλ. должно быть; должно полагать πρέπει να υποθέσομε• βλ. και•
    должно быть.

    Большой русско-греческий словарь > должен

  • 22 же

    же I
    союз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:
    я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·
    2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:
    почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.
    же II
    частица
    1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:
    когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·
    2. (означает тождество):
    тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη.

    Русско-новогреческий словарь > же

  • 23 свой

    свой
    Ι, мест, притяж. (δικός) μου, (δικός) σου, (δικό) του:
    я потерял свою тетрадь, а он \свой свою ἐγώ ἐχασα τό τετράδιο μου, κι αὐτός τό δικό του· пе-ретяну́ть кого́-л. на свою сторону τραβώ (или παίρνω) κάποιον μέ τό μέρος μου· любить свою родину ἀγαπώ τήν πατρίδα μου· жить своим трудом ζῶ μέ τήν ἐργασία μου· называть вещи своими именами λέω τά σῦκα σΰκα καί τή σκάφη σκάφη·
    2. свой мн. (близкие) οἱ δικοί μου, οἱ συγγενείς:
    пойти́ к своим πηγαίνω στους δικούς μου· ◊ он сам не \свой ἔχει χάσει τά νερά του· в свое время κάποτε· всему́ свое время κάθε πρᾶ(γ)μα στον καιρό του· умереть своей смертью πεθαίνω ἀπό φυσικό θάνατο.

    Русско-новогреческий словарь > свой

  • 24 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 25 вместе

    επίρ.
    1. μαζί, αντάμα, ομού•

    я и он работаем вместе εγώ και αυτός δουλεύομε μαζί.

    2. ταυτόχρονα• συνάμα.
    εκφρ.
    вместе с темβλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > вместе

  • 26 вообще

    επίρ.
    1. γενικά, -ώς, εν γένει• κατά γενικόν κανόνα•

    вообще это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-• μως υπάρχουν και εξαιρέσεις.

    || κανονικά•

    вообще-то он прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.

    2. πάντοτε, πάντα•

    вообще он такой, не только сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα.

    || τελείως, εντελώς• καθόλου•

    я вообще сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο.

    εκφρ.
    вообще говоря ή сказать – μιλώντας γενικά.

    Большой русско-греческий словарь > вообще

  • 27 дослушать

    ρ.σ.μ. ακούω ως το τέλος ή ως ένα σημείο•

    я -ал л^циго и пошл домой εγώ άκουσα τη διάλεξη και μετά πήγα στο σπίτι•

    он -ал только до половины αυτός άκουσε μόνο ως τα μισά.

    ακούω τόσο πολύ που•

    я -лся до головной боли άκουσα τόση πολύ ώρα, που με πόνεσε το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > дослушать

  • 28 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 29 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 30 рано

    επίρ.
    και ως κατηγ. (ε)νωρίς• πρόωρα•

    рано вечером νωρίς το βράδυ•

    ещё рано είναι ακόμα νωρίς•

    я всегда встаю рано εγώ πάντοτε σηκώνομαι νωρίς (το πρωί)•

    он рано умер αυτός πέθανε πρόωρα.

    εκφρ.
    рано или поздно – (απλ.) αργά ή γρήγορα (κάποτε)•
    раным— – πολύ-πολύ νωρίς (το πρωί).

    Большой русско-греческий словарь > рано

  • 31 раньше

    επίρ.
    1. (συγκριτικός βαθμός του επίρ. рано)• νωρίτερα, πιο νωρίς• πρωτύτερα•

    он встал рано, а я ещё раньше αυτός σηκώθηκε νωρίς, αλλά εγώ ακόμα νωρίτερα•

    раньше всех проснулась мать πρωτύτερα απ όλους ξύπνησε η μάνα.

    2. πριν, μπροστά•

    не раньше двух часов όχι πριν τις δυό η ώρα.

    3. πρώτον, πρώτα, πρότερον•

    раньше выслушайте, а потом браните πρώτα ακούστε (με) και μετά μαλώστε (με)•

    раньше мы были друзьями πρώτα (πριν) ήμασταν φίλοι.

    Большой русско-греческий словарь > раньше

  • 32 хотеть

    хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотят
    ρ.δ.
    θέλω• επιθυμώ•

    хотеть пить θέλω να πιώ•

    хотеть есть θέλω να φάω•

    хочу хлеба θέλω ψωμί•

    делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.

    || προτίθεμαι, σκοπεύω•

    я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...

    || επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•

    хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.

    || (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.
    εκφρ.
    что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•
    сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•
    где -чешь – όπου θέλεις•
    как -чешь – όπως θέλεις•
    хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.
    θέλω• επιθυμώ•

    мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•

    мне хочется пить θέλω να πιώ•

    ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•

    ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.

    Большой русско-греческий словарь > хотеть

См. также в других словарях:

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • εγώ — προσωπ. αντων. α προσ., γεν. εμένα, μου, αιτ. εμένα, με, πληθ. ονομαστ. εμείς, γεν. εμάς, μας, αιτ. εμάς, μας 1. με αυτήν, αυτός που μιλάει ή γράφει, ορίζει τον εαυτό του. 2. η ονομαστ. χρησιμοποιείται για έμφαση: Θα σε κανονίσω εγώ. 3. οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • τσάμπουρο — και τσαμπούρι και τσαμπίρι, το, Ν [τσαμπί] 1. ο σκελετός τού βότρυος, το κοτσάνι τού τσαμπιού 2. φρ. «εσύ το σταφύλι και εγώ το τσάμπουρο» λέγεται σε κάποιον, όταν αυτός προσπαθεί να σφετεριστεί τα κέρδη κοινής επιχείρησης …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»