-
1 αυστηρά
αὐστηρόςharsh: neut nom /voc /acc plαὐστηρά̱, αὐστηρόςharsh: fem nom /voc /acc dualαὐστηρά̱, αὐστηρόςharsh: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 αὐστηρά
αὐστηρόςharsh: neut nom /voc /acc plαὐστηρά̱, αὐστηρόςharsh: fem nom /voc /acc dualαὐστηρά̱, αὐστηρόςharsh: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αυστηρά
-
4 αὐστηρᾷ
-
5 αυστηρά
cтрогоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυστηρά
-
6 αυστηρά
strictlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυστηρά
-
7 strictly
αυστηρά -
8 строго
строго αυστηρά; \строго воспрещается απαγορεύεται αυστηρά* * *стро́го воспреща́ется — απαγορεύεται αυστηρά
-
9 строго
επίρ. αυστηρά•его строго наказали τον τιμώρησαν αυστηρά•
строго воспитать διαπαιδαγωγώ αυστηρά.
εκφρ.строго настрого – αυστηρότατα•- говоря – (παρνθ. λ.) για να είμαι ακριβής, για την ακρίβεια. -
10 жесткий
жестк||ийприл1. σκληρός, στερεός / ἀλύγιστος (негнущийся)Ι τραχύς (о коже)/ γλυφός (о воде):\жесткийое мясо τό σκληρό κρέας· \жесткийие волосы τά σκληρά μαλλιά·2. перен σκληρός, αὐστηρός (грубый, резкий)/ δριμύς (суровый):\жесткийие черты τά ἀδρά χαρακτηριστικά·3. перен (решительный, крутой) αὐστηρός:\жесткийие меры τά αὐστηρά μέτρα· \жесткий срок ἡ αὐστηρά καθορισμένη προθεσμία· ◊ \жесткий вагон ж.-д. βαγόνι τρίτης θέσεως. -
11 настрого
настрогонареч разг αὐστηρά, αὐστηρώς:строго\настрого πολύ αὐστηρά. -
12 муштровать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. муштрованный, βρ: -ван, -а, -о (στρατ.) εκτελώ μηχανικά (σαν ρομπότ). || διαπαιδαγωγώ αυστηρά και σκληρά.εκπαιδεύομαι μηχανικά (ρομπότ). || διαπαιδαγωγούμαι αυστηρά και σκληρά. -
13 накрепко
επίρ.1. πολΰ γερά, στέρεα, σφιχτά.2. αυστηρά, κατηγορηματικά, αποφασιστικά•это накрепко запрещено αυτό αυστηρά απαγορεύεται.
-
14 строгость
-и θ.αυστηρότητα•строгость учителя η αυστηρότητα του δάσκαλου•
строгость нравов αυστηρότητα ηθών.
|| πλθ. -и αυστηρά μέτρα•цензурныестрогостьи αυστηρά μέτρα λογοκρισίας.
-
15 εὐ-σταθής
εὐ-σταθής, ές, ep. ἐϋσταϑής, festgestellt, festgegründet; μέγαρον Od. 18, 374; ϑάλαμος 23, 178; einzeln bei sp. D., wie στάλικες Han. 4, 338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταϑεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. beständig, ζέφυρος Ap. Rh. 4, 820. – Bei den Epikuräern, wohlbehalten, gesund am Leibe und heiter, ruhig im Gemüthe, τὸ εὐσταϑὲς σαρκὸς κατάστημα Plut. Non posse 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν εὐσταϑής Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταϑεῖς Ath. I, 4 d; Dion. Hal. de adm. vi Dem. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ φιλάρχαιος ἁρμονία. Vgl. Lob. Phryn. 282. – Adv., Sp., wie D. L. 7, 182, διαλέγεσϑαι εὐσταϑῶς, sich ruhig unterreden, im Ggstz von ἄρχεσϑαι φιλονεικεῖν.
-
16 αὐστηρός
αὐστηρός ( αὔω), die Zunge trocken u. rauh machend, sauer, herb, bes. vom Weine, Ggstz γλυκάζων Ath. I, 20 c; vgl. Arist. probl. 3, 13; vom Wasser, Plat. Phil. 61 c; τράπεζα αὐστηρὰ καὶ λιτή, schlechte u. geringe Kost, Plut. cup. div. 5; übertr., finster, mürrisch, streng, ποιητὴς αὐστηρότερος καὶ ἀηδέστερος Plat. Rep. III, 398 a; αὐστηρότατοι τοῖς βίοις Pol. 4, 20; αὐ στηρόν τι ἔχει ἡ πραγματεία 9, 1.
-
17 ἀν-ήδυστος
ἀν-ήδυστος, dasselbe, Arist. Probl. 20, 23; καὶ αὐστηρὰ βραχυλογία Plut. Phoc. 5.
-
18 круто
кру́тонареч1. (обрывисто) ἀπότομα, ἀποτόμως·2. (резко, внезапно) ξαφνικά, αἰφνιδίως·3. (строго) αὐστηρά [-ῶς], ἀπότομα, ἀποτόμως:\круто обойтись с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον. -
19 строгий
строг||ийприл вразн. знач. αυστηρός:\строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο. -
20 строго
строгонареч1. ἀΰστηρά [-ῶς]:\строго запрещается... ἀπαγορεύεται αὐστηρώς...·2. (определенно, точно) ἀκριβώς, ρητώς' ◊ \строго говоря́ γιά τήν ἀκρίβεια.
См. также в других словарях:
αὐστηρά — αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc pl αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc/acc dual αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρᾷ — αὐστηρός harsh fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρᾶι — αὐστηρᾷ , αὐστηρός harsh fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηράν — αὐστηρά̱ν , αὐστηρός harsh fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηράς — αὐστηρά̱ς , αὐστηρός harsh fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek