Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυστηρά

  • 1 строго

    строго αυστηρά; \строго воспрещается απαγορεύεται αυστηρά
    * * *

    стро́го воспреща́ется — απαγορεύεται αυστηρά

    Русско-греческий словарь > строго

  • 2 строго

    επίρ. αυστηρά•

    его строго наказали τον τιμώρησαν αυστηρά•

    строго воспитать διαπαιδαγωγώ αυστηρά.

    εκφρ.
    строго настрого – αυστηρότατα•
    - говоря – (παρνθ. λ.) για να είμαι ακριβής, για την ακρίβεια.

    Большой русско-греческий словарь > строго

  • 3 жесткий

    жестк||ий
    прил
    1. σκληρός, στερεός / ἀλύγιστος (негнущийся)Ι τραχύς (о коже)/ γλυφός (о воде):
    \жесткийое мясо τό σκληρό κρέας· \жесткийие волосы τά σκληρά μαλλιά·
    2. перен σκληρός, αὐστηρός (грубый, резкий)/ δριμύς (суровый):
    \жесткийие черты τά ἀδρά χαρακτηριστικά·
    3. перен (решительный, крутой) αὐστηρός:
    \жесткийие меры τά αὐστηρά μέτρα· \жесткий срок ἡ αὐστηρά καθορισμένη προθεσμία· ◊ \жесткий вагон ж.-д. βαγόνι τρίτης θέσεως.

    Русско-новогреческий словарь > жесткий

  • 4 настрого

    настрого
    нареч разг αὐστηρά, αὐστηρώς:
    строго\настрого πολύ αὐστηρά.

    Русско-новогреческий словарь > настрого

  • 5 муштровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. муштрованный, βρ: -ван, -а, -о (στρατ.) εκτελώ μηχανικά (σαν ρομπότ). || διαπαιδαγωγώ αυστηρά και σκληρά.
    εκπαιδεύομαι μηχανικά (ρομπότ). || διαπαιδαγωγούμαι αυστηρά και σκληρά.

    Большой русско-греческий словарь > муштровать

  • 6 накрепко

    επίρ.
    1. πολΰ γερά, στέρεα, σφιχτά.
    2. αυστηρά, κατηγορηματικά, αποφασιστικά•

    это накрепко запрещено αυτό αυστηρά απαγορεύεται.

    Большой русско-греческий словарь > накрепко

  • 7 строгость

    θ.
    αυστηρότητα•

    строгость учителя η αυστηρότητα του δάσκαλου•

    строгость нравов αυστηρότητα ηθών.

    || πλθ. -и αυστηρά μέτρα•

    цензурныестрогостьи αυστηρά μέτρα λογοκρισίας.

    Большой русско-греческий словарь > строгость

  • 8 круто

    кру́то
    нареч
    1. (обрывисто) ἀπότομα, ἀποτόμως·
    2. (резко, внезапно) ξαφνικά, αἰφνιδίως·
    3. (строго) αὐστηρά [-ῶς], ἀπότομα, ἀποτόμως:
    \круто обойтись с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > круто

  • 9 строгий

    строг||ий
    прил вразн. знач. αυστηρός:
    \строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο.

    Русско-новогреческий словарь > строгий

  • 10 строго

    строго
    нареч
    1. ἀΰστηρά [-ῶς]:
    \строго запрещается... ἀπαγορεύεται αὐστηρώς...·
    2. (определенно, точно) ἀκριβώς, ρητώς' ◊ \строго говоря́ γιά τήν ἀκρίβεια.

    Русско-новогреческий словарь > строго

  • 11 строго-настрого

    строго-настрого
    нареч αὐστηρότατα, πολύ αὐστηρά.

    Русско-новогреческий словарь > строго-настрого

  • 12 строгость

    строгос||ть
    ж
    1. ἡ αὐστηρότητα [-ης]·
    2. \строгостьти мн. (строгие меры) αὐστηρά μέτρα.

    Русско-новогреческий словарь > строгость

  • 13 настрого

    [νάστραγκα] εκίρ. αυστηρά

    Русско-греческий новый словарь > настрого

  • 14 строго

    [στρόγκα] επίρ. αυστηρά

    Русско-греческий новый словарь > строго

  • 15 настрого

    [νάστραγκα] επίρ αυστηρά

    Русско-эллинский словарь > настрого

  • 16 строго

    [στρόγκα] επίρ αυστηρά

    Русско-эллинский словарь > строго

  • 17 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 18 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 19 наказать

    -калу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наказанный, βρ: -зан, -а -о
    ρ.σ.μ.
    τιμωρώ• κολάζω•

    наказать преступников τιμωρώ τους εγκληματίες•

    наказать по васлугам τιμωρώ όπως αξίζει•

    наказать строго τιμωρώ αυστηρά•

    наказать виновных τιμωρώ τους ενόχους.

    || βάζω σε έξοδα, ξοόεύω.
    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.
    (με δοτ.)• παραγγέλλω συνιστώ, συστήνω•

    -жите ему, чтобы был осторожнее συστήστε του να είναι προσεκτικότερος.

    Большой русско-греческий словарь > наказать

  • 20 настрого

    επίρ.
    πολύ αυστηρά, αυστηρότατα•

    настрого запретить απαγορεύω αυστηρότατα.

    Большой русско-греческий словарь > настрого

См. также в других словарях:

  • αὐστηρά — αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc pl αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc/acc dual αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρᾷ — αὐστηρός harsh fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρᾶι — αὐστηρᾷ , αὐστηρός harsh fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηράν — αὐστηρά̱ν , αὐστηρός harsh fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηράς — αὐστηρά̱ς , αὐστηρός harsh fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»