Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αυξαίνω

  • 1 αυξαίνω

    αυξάν||ω (αόρ. αΰξησα) 1. μετ. увеличивать, умножать; повышать, прибавлять;

    αυξαίνω τίς τιμές (τούς μισθούς) — повышать цены (зарплату);

    2. αμετ. увеличиваться, умножаться; повышаться, расти;

    αυξαίνει ο πληθυσμός — население растёт;

    § αυξαίνει ο γάιδαρος κονταίνει το σαμάρι — посл, осёл вырастает, упряжь ему тесна, т.е чем больше возможности, тем больше потребности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυξαίνω

См. также в других словарях:

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αυξάνω — αυξάνω, αύξησα βλ. πίν. 104 Σημειώσεις: αυξάνω : έχει και τη σημασία του αυξάνομαι. Σπάνιος ο τύπος αυξαίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αβγατίζω — αβγάτισα, και αβγαταίνω αβγάτυνα 1. μτβ., αυξαίνω, μεγαλώνω κάτι: Την πατρική περιουσία την αβγάτισε. 2. αμτβ., αυξαίνομαι, πληθαίνω: Αβγάτισαν οι δουλειές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω ησα, ήθηκα, ημένος 1. ως μτβ., κάνω κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο από ό,τι είναι: Αποφάσισε να αυξήσει τους μισθούς των υπαλλήλων του. 2. ως αμτβ., γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος: Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε πολύ ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολλαπλασιάζω — πολλαπλασίασα, πολλαπλασιάστηκα, πολλαπλασιασμένος 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα: Μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασε την περιουσία του. 2. εντείνω, αυξαίνω: Πολλαπλασιάζω τις ενέργειές μου. 3. (μαθημ.), κάνω την πράξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προχωρώ — προχώρησα, προχωρημένος 1. βαδίζω, πορεύομαι: Προχωρούσαμε δύσκολα μέσα στους βαλτότοπους. 2. μτφ., αυξαίνω, μεγαλώνω σε έκταση ή ένταση ή χρόνο: Άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας. – Προχωρεί η πυρκαγιά. 3. προοδεύω, προκόβω: Προχωρεί στις σπουδές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»