Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυξάνομαι

  • 1 нарастать

    1. (о физических величинах) μεγαλώνω, μεγεθύνομαι, αυξάνομαι 2. (об отложении, накипи и т.п.) επικάθομαι, ρυπαίνω 3. эк. αυξάνομαι
    πολλαπλασιάζομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарастать

  • 2 возрастаниеть

    возрастание||ть
    несов αὐξάνομαι, μεγαλώνω, πληθαίνω, ἀναπτύσσομαι, (ἐπ)αυξάνομαι/ πολλαπλασιάζομαι (множиться).

    Русско-новогреческий словарь > возрастаниеть

  • 3 возрастать

    1. (увеличиваться) αυξάνομαι, επαυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι 2. (под-ниматься) υψώνω, υψώνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возрастать

  • 4 вырасти

    1. (стать выше, длиннее и т.п.) μεγαλώνω 2. (увеличиться в размерах, количестве, объёме) αναπτύσσομαι, αυξάνομαι 3. (показаться, возникнуть) εμφανίζομαι 4. (о растениях, волосах и т.п.) βγάζω, εμφανίζομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырасти

  • 5 повыситься

    1. (стать более высоким) (αν)υψώνομαι, ανεβαίνω 2. (усилиться, увеличиться) αυξάνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω 3. (улучшиться) αναβαθμίζομαι, αναπτύσσομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω 4. (перейти на более ответственную должность) προάγομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повыситься

  • 6 подниматься

    1. (перемещаться куда-л. вверх) ανεβαίνω, ανέρχομαι 2. (принимать более высокое положение, смещаться по направлению вверх) ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω 3. (принимать стоячее положение) ανορθώνομαι, σηκώνομαι όρθιος 4. (вставая, трогаться с места) εγείρομαι, σηκώνομαι 5. (появляться, начинаться, возникать) εμφανίζομαι, γεννιέμαι 6. (становиться более высоким, более громким, достигать какой-л. высоты) υψώνομαι, ανεβαίνω 7. (увеличиваться, повышаться) αυξάνομαι, ανεβαίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подниматься

  • 7 расти

    1. (становиться больше, выше, длиннее и т.п.) μεγαλώνω 2. (в объёме) αυξάνω, αυξάνομαι 3. (совершенствоваться, развиваться) αναπτύσσομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расти

  • 8 расширяться

    1. (становиться более широким) φαρδαίνω, (δια)πλατύνομαι, διευρύνομαι 2. (увеличиваться в числе, в объеме) αυξάνομαι, μεγεθύνομαι, επεκτείνομαι 3. (становиться более обширным) διευρύνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расширяться

  • 9 увеличиваться

    1. (о количестве, числе, силе и т.п.) αυξάνομαι, μεγαλώνω 2. (о линзе, изображении и т.п.) μεγεθύνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличиваться

  • 10 повысить

    повысить, повышать 1) ανεβάζω, αυξάνω 2) (улучшить) βελτιώνω; \повысить жизненный уровень βελτιώνω το βιοτικό επίπεδο \повыситься ανεβαίνω· αυξάνομαι· βελτιώνομαι (улучшиться)
    * * *
    = повышать
    1) ανεβάζω, αυξάνω
    2) ( улучшить) βελτιώνω

    повы́сить жи́зненный у́ровень — βελτιώνω το βιωτικό επίπεδο

    Русско-греческий словарь > повысить

  • 11 повыситься

    ανεβαίνω; αυξάνομαι; βελτιώνομαι ( улучшиться)

    Русско-греческий словарь > повыситься

  • 12 увеличивать

    увеличивать, увеличить μεγαλώνω, αυξάνω· μεγεθύνω (тж. фото) \увеличиваться μεγαλώνω, αυξάνομαι
    * * *
    = увеличить
    μεγαλώνω, αυξάνω; μεγεθύνω (тж. фото)

    Русско-греческий словарь > увеличивать

  • 13 увеличиваться

    μεγαλώνω, αυξάνομαι

    Русско-греческий словарь > увеличиваться

  • 14 вырастать

    вырастать
    несов, вырасти сов
    1. ἀναπτύσσομαι, μεγαλώνω·
    2. (увеличиваться) αὐξάνομαι·
    3. (внезапно появляться, возникать) φαίνομαι, προβάλλω, ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά:
    как из-под земли вырос ἐμφανίζομαι, ξεφυτρώνω ἀναπάντεχα·
    4. перен (достигать ка-кой-л. степени) ἀναπτύσσομαι, ἐξελίσσομαι:
    \вырастать в кру́пного ученого ἐξελίχτηκε σέ μεγάλο ἐπιστήμονα· ◊ она выросла из платья τό φόρεμα τῆς ἔρχεται κοντό· \вырастать в чьйх-л. глаза́х ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > вырастать

  • 15 вытягиваться

    вытягивать||ся
    1. (растягиваться) ἐπιμηκύνομαι, ἐπεκτείνομαι/ τα-νϋομαι, τεντώνομαι (о резине, пружине)·
    2. (распрямляться \вытягиваться о человеке) ξαπλώνομαι, ἀπλώνομαι·
    3. (вырастать) разг αὐξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι μεγάλος· ◊ \вытягиватьсяся в струнку στέκομαι προσοχή.

    Русско-новогреческий словарь > вытягиваться

  • 16 нарастать

    нараста́||ть
    несов
    1. (на чем-л.) φυτρώνω·
    2. (увеличиваться) μεγαλώνω (άμετ.), πληθαίνω, αὐξάνομαι / μαζεύομαι (накапливаться):
    \нарастатьет недовольство μεγαλώνει ἡ δυσαρέσκεια· \нарастатьют проценты μεγαλώνουν οἱ τόκοι.

    Русско-новогреческий словарь > нарастать

  • 17 повыситься

    повысить||ся
    ἀνεβαίνω, ὑψοϋμαι / αὐξάνομαι, μεγαλώνω (увеличиваться).

    Русско-новогреческий словарь > повыситься

  • 18 подниматься

    поднима||ться
    1. (вставать) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, ἀνίσταμαι, ἀνεγείρομαι:
    \подниматьсяться со своего́ места σηκώνομαι ἀπό τήν θέση μου· \подниматьсяться с постели а) σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι,.6) (после болезни) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω·
    2. (наверх) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι / ἀναδύομαι (всплывать):
    \подниматься-ться иа́ гору ἀνεβαίνω στό βουνό· \подниматьсяться по лестнице ἀνεβαίνω τή σκάλα·
    3. (повышаться) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω (άμετ.), αὐξάνομαι:
    цены \подниматьсяются οἱ τιμές ὑψώνονταν температу́ра \подниматьсяется ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει·
    4. (возникать) σηκώνομαι:
    \подниматьсяется шум ἀρχίζει θόρυβος·
    5. (восставать) ἐπαναστατώ, στασιάζω, ἐξεγείρομαι·
    6. (о тесте) φουσκώνω.

    Русско-новогреческий словарь > подниматься

  • 19 прибавлятьться

    прибавлять||ться
    προσθέτομαι, προστίθεμαι / αὐξάνομαι, μεγαλώνω (увеличиваться):
    ко всему́ прибавилось еще и это κοντά στ' ἄλλα προστέθηκε τώρα κι αὐτό· день \прибавлятьтьсяется ἡ μέρα μεγαλώνει· вода́ \прибавлятьтьсяется τό νερό ἀνεβαίνει (или ὑψώνεται).

    Русско-новогреческий словарь > прибавлятьться

  • 20 прибывать

    прибыва||ть
    несов
    1. φθάνω, ἀφικνοῦ-μαι / καταπλέω (о пароходе)·
    2. (увеличиваться) πληθαίνω, αὐξάνομαι, πληθύνομαι:
    вода́ в реке \прибыватьет τά νερά τοῦ ποταμοῦ φουσκώνουν.

    Русско-новогреческий словарь > прибывать

См. также в других словарях:

  • αυξάνομαι — αυξάνομαι, αυξήθηκα, αυξημένος βλ. πίν. 105 Σημειώσεις: αυξάνομαι : η μτχ. αυξημένος χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μεγάλος σε μέγεθος, ένταση κτλ. Π.χ. η αγορά καλείται να αντιμετωπίσει αυξημένες ανάγκες ζήτησης) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αὐξάνομαι — αὐξάνω increase pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλδήσκω — (Α) μεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι καθώς αυξάνομαι, αυξάνομαι υπό άλλη μορφή («μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι δέμας», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀλδήσκω «αυξάνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ετερομεγεθώ — ἑτερομεγεθῶ, έω (Α) αυξάνομαι κατά το ένα μέρος, αυξάνομαι άνισα («ὀδόντες αὔξοντες καὶ ἑτερομεγεθήσαντες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μεγεθώ (< μέγεθος)] …   Dictionary of Greek

  • κρουασάν — το είδος γαλλικού αφράτου εδέσματος, αλμυρού ή γλυκού, που παρασκευάζεται με ειδική ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croissant «γλύκισμα» < γαλλ. croissant «μισοφέγγαρο» < γαλλ. croitre «αυξάνομαι» < λατ. cresco «αυξάνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παραέξομαι — Α αυξάνομαι κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾀέξομαι «αυξάνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… …   Dictionary of Greek

  • πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • τέλλω — Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.) 2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.) β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< *τέλ jω) συνδέεται με το θ.… …   Dictionary of Greek

  • υπεραυξάνω — ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα») μσν. αρχ. (αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • υποσταχύομαι — Α (επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»