-
1 атмосферный
ατμοσφαιρικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атмосферный
-
2 атмосферный
атмосферный ατμοσφαιρικός \атмосферныйое давление η ατμοσφαιρική πίεση* * *атмосфе́рное давле́ние — η ατμοσφαιρική πίεση
-
3 воздух
1. (смесь газов, составляющая земную атмосферу) о αέρ/αςжидкий - υγροποιημέ-νος/ρευστοποιη μένος -очищенный - καθαρός/καθαρισμένος -первичный - πρωτεύων/προσαγόμενος -рудничный - ορυχείου/στοάςшахтный - см. рудничный -2. полигр. τα κενά/διαστήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздух
-
4 волновод
ο κυματοδηγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > волновод
-
5 горелка
1. (устройство для сжигания топлива) о καυστήραςводоохлаждаемая - με ψύξη μέσω ύδατος/νερούкороткопламенная - βρα-χείας/μικρής φλόγαςкороткофакельная - см. короткопламенная -2. (устрой-ство для сварки, резки и т.п.) о αυλός (της συγκόλλησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горелка
-
6 градирня
1. (устройство для получения соли) η αλυκή 2. (башенное устройство, применяемое для охлаждения горячей воды) о ψυκτικός πύργοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > градирня
-
7 шум
ο θόρυβ/οςο βόμβοςη βοήτο βουητό, το βούισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шум
-
8 электричество
ο ηλεκτρισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электричество
-
9 атмосферный
атмосферныйприл ἀτμοσφαιρικός:\атмосферныйное давление ἡ ἀτμοσφαιρική πίεση [-ις]; \атмосферныйные осадки οἱ ὑετοί. -
10 атмосферический
κ. атмосферный, επ.ατμοσφαιρικός•-ый кислород ατμοσφαιρικό Οξυγόνο•
-кие явления τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα•
-ное давление η ατμοσφαιρική πίεση.
-
11 атмосферный
επ.ατμοσφαιρικός•-ый кислород ατμοσφαιρικό Οξυγόνο•
-кие явления τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα•
-ное давление η ατμοσφαιρική πίεση.
-
12 эфир
-а α.1. παλ. ο αιθέρας (το ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας). || ο ατμοσφαιρικός αέρας.2. (χημ.) ο αιθέρας (πτητικό υγρό)•превратить в эфир αιθεροποιώ•
серный или обыкновенный эфир αιθέρας ο αιθυλικός ή θειϊκός ή ο κοινός.
См. также в других словарях:
ατμοσφαιρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ατμόσφαιρα, αυτός που υπάρχει ή ανήκει σ αυτήν ή προέρχεται από αυτήν 2. φρ. α) «ατμοσφαιρικά παράσιτα» φυσικά παρασιτικά κύματα που παράγονται από ηλεκτρικές διαταραχές της ατμόσφαιρας β) «ατμοσφαιρική πίεση» πίεση που… … Dictionary of Greek
ατμοσφαιρικός — ή, ό αυτός που υπάρχει στην ατμόσφαιρα ή προέρχεται απ αυτή: Ο ατμοσφαιρικός αέρας είναι αραιότερος στα ψηλότερα μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
καιρικός — ή, ό (AM καιρικός, ή, όν) [καιρός] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική κατάσταση, ο ατμοσφαιρικός («καλές καιρικές συνθήκες») 2. αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων») μσν. γραμμ … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek